εὐπετής

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπετής Medium diacritics: εὐπετής Low diacritics: ευπετής Capitals: ΕΥΠΕΤΗΣ
Transliteration A: eupetḗs Transliteration B: eupetēs Transliteration C: efpetis Beta Code: eu)peth/s

English (LSJ)

ές, (πίπτω) prop. of dice,

   A falling well: metaph., favourable, fortunate, A.Supp.1011: Gramm., τὸ εὐ. good cadence, v.l. for εὐεπές, D.H.Comp.22: generally, easy, without trouble, ὁδός, πρόσοδος, Pl.Sph.218d (Comp.), X. Cyr.5.2.3 (Sup.), etc.; πάντα δ' εὐπετῆ θεοῖς E.Ph.689 (lyr.); οὐδὲν εὐ. τῶν μεγάλων Pl.R.365c: c. inf., εὐπετὴς χειρωθῆναι Hdt.3.120, 145; ὀφθῆναι, εἰσακοῦσαι, Pl.Sph.254a, R.494d; also εὐπετές [ἐστι] it is easy to... πολλοὺς εὐπετέστερον διαβάλλειν ἢ ἕνα Hdt.5.97, cf. A. Supp.995, X.Cyr.4.3.13.    2 Adv. -τῶς, Ion. -τέως, favourably, fortunately, εὐπετῶς ἔχειν A.Ag.552; οὐ χαλεπῶς, ἀλλ' εὐ. easily, Hdt.3.69, cf. 1.189, al.; εὐ. φυλάξασθαι Antipho 3.4.7; ἔχειν τι X. An.2.5.23; with numerals, ἑξακοσίους ἀμφορέας εὐ. χωρέει it easily holds 600 amphoreis, i. e. full 600, Hdt.4.81; τὸ πλάτος γίνεται τεσσέρων εὐ. δακτύλων comes to full four fingers, Id.1.193: Comp. -εστέρως Id.3.143; also-έστερον, φέρειν τὸ νόσημα Hp.Prog.6.    II of garments and arms, easy to wear, light, σάγοι, θυρεοί, Plb.2.28.7, Plu.Phil.9.    2 of wine, easily affected, Arist.Pr.907b16 (Comp.).    III of persons, contented, accommodating, E.Cyc.526; accommodating, εὐ. ἦθος D.H.Pomp.4.2. Adv. -τῶς, φέρειν S.Fr. 585; readily, Id.Ichn.242 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπετής: -ές, (√ΠΕΤ, πίπτωκυρίως ἐπὶ τῶν κύβων, ὁ πίπτων καλῶς· μεταφ., εὐνοϊκός, εὐτυχής, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1011· καὶ οὕτως ἐν τῷ Ἐπιρρ., εὐπετῶς ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 552: - παρὰ Γραμμ. ὡσαύτως, τὸ εὐπετές, τὸ εὔρυθμον, Schäf. ἐν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 310· - ἀλλὰ συνήθως, εὐχερής, εὔκολος, ἄνευ δυσκολίας, Λατ. facilis, Ἡρόδ., Τραγ., κλ.· πήδημα Αἰσχύλ. Πέρσ. 95· ὁδός, πρόσοδος Πλάτ. Σοφιστ. 218D, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 3, κτλ.· πάντα δ᾿ εὐπετῆ θεοῖς Εὐρ. Φοίν. 689· οὐδὲν εὐπετὲς τῶν μεγάλων Πλάτ. Πολ. 365C: - μετ᾿ ἀπαρ., εὐπετὴς χειρωθῆναι Ἡρόδ. 3. 120, 145· ὀφθῆναι, εἰσακοῦσαι Πλάτ. Σοφιστ. 254Α, Πολ. 494D· ὡσαύτως, εὐπετὲς ἐστι, εἶναι εὔκολον νά…, πολλοὺς εὐπετέστερον διαβάλλειν ἢ ἕνα Ἡρόδ. 5. 97, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 995, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 13. 2) Ἐπίρρ. -τῶς. Ἰων. -τέως, οὐ χαλεπῶς, ἀλλ᾿ εὐπετέως Ἡρόδ. 3. 69, πρβλ. 1. 189, κ. ἀλλ.· εὐπ. φυλάξασθαι Ἀντιφῶν 124. 38· ἔχειν Ξεν. Ἀν. 2. 5, 23· - μετ᾿ ἀριθμητικῶν, ἑξακοσίους ἀμφορέας εὐπετῶς χωρέει, εὐκόλως χωρεῖ 600 ἀμφορεῖς, Ἡρόδ. 4. 81· τὸ πλάτος γίνεται τεσσέρων εὐπ. δακτύλων, φθάνει εἰς πλήρεις τέσσαρας δακτύλους, ὁ αὐτ. 1. 193: - Συγκρ. -εστέρως ὁ αὐτ. 3. 143· ὡσαύτως -έστερον, Ἱππ. Προγν. 38. ΙΙ. ἐπὶ ἐνδυμάτων καὶ ὅπλων, εὐκόλως φερόμενος, ἐλαφρός, Πολύβ. 2. 28. 7, Πλουτ. Φιλοπ. 9. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, εὐχαριστημένος, εὔκολος τὸ ἦθος, Εὐριπ. Κύκλ. 526· εὐπετὲς ἦθος Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 4. 2· οὕτως, εὐπετῶς φέρειν Σοφ. Ἀποσπ. 521. IV. εὐπετὴς ἀναχώρησις, ἐσπευσμένη, Πλούτ. 2. 797Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. litt. qui tombe bien en parl. de dés ; heureux;
II. facile, aisé ; εὐπετές (ἐστι), il est facile de ; particul.
1 facile à porter, léger;
2 facile à effectuer ; prompt, rapide;
Cp. εὐπετέστερος, Sp. εὐπετέστατος.
Étymologie: εὖ, πίπτω.

Greek Monolingual

εὐπετής, -ές (ΑΜ)
1. (ιδίως για κύβους) αυτός που πέφτει καλά, ευνοϊκά
2. μτφ. (για γεγονότα) ευνοϊκός, ευτυχής
3. (για τον ρυθμό του λόγου) εύστροφος, ευφραδής
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπετές
η ευστροφία του λόγου
5. εύκολος, ευκολοκατόρθωτος, ευχερής
6. (για ρούχα ή όπλα) αυτός που φέρεται εύκολα, ο ελαφρός
7. (για κρασί) αυτός που προσβάλλεται εύκολα
8. αυτός που γίνεται βιαστικά, εσπευσμένα
9. αυτός που πετά εύκολα, ελαφρά, επιδέξια
10. μτφ. εύκολος στον χαρακτήρα, που ευχαριστείται εύκολα, βολικός, καλόβολος
11. πρόθυμος
12. «εὐπετές ἐστι» — είναι εύκολο.
επίρρ...
εὐπετῶς και -έως (Α)
1. άκοπα, εύκολα
2. ευνοϊκά, με τρόπο ευτυχή
3. άνετα, ευρύχωρα
4. με προθυμία, με ανεκτικότητα
5. πλήρως, αρτίως, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη ρηματική έκφραση ευ πίπτω «αποβαίνω ευνοϊκά». Στο σύνθετο υπόκειται η ρίζα πετ- του αοριστικού θ. του ρ. (αορ. β' έ-πετ-ον)].

Greek Monolingual

εὐπέτης, ό (ΑΜ)
αυτός που πετάει καλά.