κόρφος

From LSJ
Revision as of 12:40, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source

Greek Monolingual

ο (Μ κόρφος)
1. ο κόλπος της θάλασσας
2. η αγκαλιά, το στήθος
νεοελλ.
οι μαστοί («πως ο κόρφος καθεμιάς γλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας και ελευθερίας», Σολωμ.)
2. το μέρος του ρούχου που καλύπτει το στήθος
3. φρ. α) «ζέστανε φίδι στον κόρφο του» — περιέθαλψε αγνώμονα
β) «ούτε ψύλλος στον κόρφο του» — με κανέναν τρόπο δεν θα ήθελε κάποιος να έχει την τύχη του
μσν.
φρ. α) «ἡ γυναίκα τοῦ κόρφου» — η σύζυγος
β) «βάζω τὸ χέρι στὸν κόρφο» — αποφασίζω κατά συνείδηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλφος (άλλος τ. του κόλπος), με τροπή του -λ- σε -ρ- ή κατ' άλλους < κόλπος με ετυμολ. επίδραση του κρυφός].