λωποδύτης

From LSJ
Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωποδύτης Medium diacritics: λωποδύτης Low diacritics: λωποδύτης Capitals: ΛΩΠΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: lōpodýtēs Transliteration B: lōpodytēs Transliteration C: lopodytis Beta Code: lwpodu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A clothes-stealer, esp. one who steals of bathers, or strips travellers, S.Epigr.4.    II generally, thief, robber, footpad, IG12.44.5, Antipho 5.9, Cratin.206, Ar.Av.497, Ra.772, Lys.10.10, Phld.Rh.2.144 S., etc.; λωποδυτῶν θάνατον αἱρεῖσθαι D.4.47; λ. ἀλλοτρίων ἐπέων plagiarist, AP11.130 (Poll.), cf. Arr.Epict.2.19.28.

Greek (Liddell-Scott)

λωποδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, (λῶπος, δύω), ὁ τὰ ἱμάτια ἀποδύων, ὁ ἐνδεδυμένον ἀποδύων, κυρίως ὁ κλέπτων τὰ ἱμάτια τῶν λουομένων ἢ ἀπογυμνώνων τοὺς διαβάτας, Σοφ. Ἐπίγραμμ. παρ’ Ἀθην. 604F, Α. Β. 176, πρβλ. λωποδυτέω. ΙΙ. καθόλου, κλέπτης, λῃστής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 772, Ὄρν. 497, Ἀντιφῶν 130. 19, Λυσ. 117. 7, κτλ.˙ λωποδυτῶν θάνατον αἱρεῖσθαι Δημ. 53˙ ἐν τέλ.˙ ἀλλοτρίων λ. ἐπέων, ὁ κλέπτων ἢ ἰδιοποιούμενος ξένας ἐκφράσεις καὶ ἰδέας, Ἀνθ. Π. 11. 130, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 28.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voleur, pillard.
Étymologie: λῶπος, δύομαι.

Greek Monolingual

ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α λωποδύτης)
επιτήδειος και πανούργος κλέφτης, κυρίως αντικειμένων («κάποιος λωποδύτης θα σού πήρε το πορτοφόλι»)
αρχ.
1. αυτός που έκλεβε ενδύματα, ιδίως λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους επενδύτες τών διαβατών πράξη που, κατά το αττικό δίκαιο, αποτελούσε διακεκριμένη περίπτωση κλοπής
2. μτφ. αυτός που ιδιοποιείται ξένες εκφράσεις και ιδέες («λωποδύτης ἀλλοτρίων ἐπέων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώπη «περίβλημα, επενδύτης» + -δύτης (< δύω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. αμμο-δύτης, τρωγλο-δύτης.

Greek Monotonic

λωποδύτης: [ῠ], -ου, ὁ (λῶπος, δύω
I. κάποιος που γλιστράει μέσα στα ρούχα κάποιου άλλου, κλέφτης ενδυμάτων, κυρίως αυτός που κλέβει τα ρούχα λουομένων ή απογυμνώνει διαβάτες, σε Σοφ.
II. γενικά, κλέφτης, ληστής, σε Αριστοφ., Δημ.