νήθω

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήθω Medium diacritics: νήθω Low diacritics: νήθω Capitals: ΝΗΘΩ
Transliteration A: nḗthō Transliteration B: nēthō Transliteration C: nitho Beta Code: nh/qw

English (LSJ)

   A spin, Cratin.96, Pl.Plt.289c, LXXEx.35.25, AP11.110 (Nicarch.), Corn.ND13, Gal.UP1.3 (but said not to be Att., Poll.7.32, AB109): Ion. impf. νήθεσκες AP14.134. (Formed from νέω (B), as πλήθω from πλη-, πίμπλημι.)

German (Pape)

[Seite 251] = νέω, spinnen, Plat. Polit. 289 c u. Sp., wie Probl. arithm. 27 (XIV, 134), νήθεσκε, nach Poll. 7, 32 nicht att., vgl. B. A. 88.

Greek (Liddell-Scott)

νήθω: «γνέθω», κλώθω, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 4, Πλάτ. Πολιτ. 289C· (ἀλλὰ λέγεται ὅτι δὲν εἶναι Ἀττ., Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 556)· Ἰων. παρατ. νήθεσκες, Ἀνθ. Π. 14. 134. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ νέω (Γ), ὡς τὸ πλήθω ἐκ τῆς √ΠΛΕ, πίμπλημι).

French (Bailly abrégé)

filer.
Étymologie: νέω³.

English (Strong)

from neo (of like meaning); to spin: spin.

English (Thayer)

to spin: Plato, polit., p. 289c.; Anthol.; for טָוָה, Exodus 35:25f.)

Greek Monolingual

νήθω)
(σχετικά με μαλλί και βαμβάκι) μετατρέπω σε νήμα, σε κλωστή, κλώθω, γνέθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νήθω σχηματίστηκε από το θ. νη- του νέω (ΙΙ) «κλώθω» (πρβλ. ἀλέω: ἀλήθω) με ενεστωτικό επίθημα -θω, που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει εμφαντικά το τέλος της πράξης, το ποιόν ενέργειας του ρήματος (πρβλ. και επίθημα -χω στο νήχω)].

Greek Monotonic

νήθω: (νέω Γ), γνέθω, κλώθω, σε Πλάτ.· βʹ ενικ. Ιων. παρατ. νήθεσκες, σε Ανθ.