παγκόσμιος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ον,
A common to all the world, μοῖρα Orph.H.34.20.
German (Pape)
[Seite 436] die ganze Welt betreffend, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
παγκόσμιος: -α, -ον, κοινὸς εἰς πάντα τὸν κόσμον, μοῖρα Ὀφ. Ὕμν. 34. 20, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ παγκόσμιος, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλο τον κόσμο
νεοελλ.
1. φρ. α) «παγκόσμια έλξη» — η ιδιότητα τών ουράνιων σωμάτων να ασκούν αμοιβαίως ελκτικές δυνάμεις οι οποίες τείνουν να προσεγγίσουν το ένα στο άλλο
β) «παγκόσμια οικονομία»
(οικον.) το σύνολο τών οικονομικών λειτουργιών όλων τών χωρών της υφηλίου, που χαρακτηρίζονται από τη διεθνοποίηση του εμπορίου, τη διεθνή κίνηση κεφαλαίων και προσώπων, τη διάδοση τών μέσων και της τεχνολογίας παραγωγής, την εκτεταμένη συνεργασία μεταξύ τών εθνικών οικονομιών και τών κρατών
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλα τα έθνη και σε όλους τους λαούς της Γης («παγκόσμιος πόλεμος»)
μσν.
ο υπερβολικά κόσμιος, ευπρεπής, σεμνός.
επίρρ...
παγκοσμίως και παγκόσμια (ΑΜ παγκοσμίως)
σε όλο τον κόσμο, οικουμενικά, πανανθρώπινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κόσμος + κατάλ. -ιος].