τορύνη

From LSJ
Revision as of 02:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορῡνη Medium diacritics: τορύνη Low diacritics: τορύνη Capitals: ΤΟΡΥΝΗ
Transliteration A: torýnē Transliteration B: torynē Transliteration C: toryni Beta Code: toru/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A stirrer, ladle for stirring things while boiling, Sophr.110, Ar.Eq.984 (lyr.), Av.78; χρυσῆ τ. ἢ συκίνη Pl.Hp.Ma.290d.    II τορύνη· σιτῶδές τι, Hsch. [ῡ in Ar. ll. cc., but ῠ in AP6.305 (Leon.): nothing can be proved from Eup. 370.]

German (Pape)

[Seite 1130] ἡ, Rührkelle, Werkzeug, kochende Speisen umzurühren, Ar. Equ. 979 Av. 78, wo der Schol. sagt τὸ κινητήριον τῆς χύτρας; Plat. Hipp. mai. 290 b. Oft bei Ath. – [Υ findet sich kurz gebraucht von Eupolis nach Schol. Ar. Av. 78 u. Leon. Tar. 14 (VI, 305); vgl. Draco p. 86.

Greek (Liddell-Scott)

τορύνη: ἡ, (τόρος) μέγα μαγειρικὸν κοχλιάριον χρησιμεῦον ὡς κινητήριον τῶν ἐν τῇ χύτρᾳ μαγειρευομένων, κοινῶς «ξυλοκουτάλα», Λατ. tudicula, Ἀριστοφ. Ἱππ. 984, Ὄρν. 78, Σώφρονος Ἀποσπ. 73 Ahr.· χρυσῆ τ. ἢ συκίνη Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290D. [ῡ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ῠ ἐν Ἀνθ. Π. 6. 305, πρβλ. Δράκοντα 86· οὐδὲν δυνάμεθα νὰ συμπεράνωμεν περὶ τῆς ποσότητος ἐκ τοῦ Εὐπόλιδος ἐν Ἀδήλ. 60].

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
cuiller de bois, louche.
Étymologie:τείρω ou τόρνος.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
κουτάλα για το ανακάτεμα του φαγητού στη χύτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τορύνη έχει προέλθει μέσω ενός τ. τυρ-ύνη (με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ο-) από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας twer- «κουνώ, γυρίζω γρήγορα, ανακατεύω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. dweran «γυρίζω ζωηρά, ταράζω», dwiril «ράβδος για ανακάτεμα») με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- ως -υρ- (πρβλ. οτρύνω, τύρβη, πιθ. τυρός) με επίθημα -ύνη (πρβλ. κορ-ύνη, σιβ-ύνη, χελ-ύνη). Η άποψη, ωστόσο, αυτή, μολονότι μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη, παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν, εξάλλου, και οι συνδέσεις της λ. τορύνη με τον τ. τόρνος ή με το λατ. trua «κουτάλα»].———————— (II)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σιτῶδές τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τον τ. τορύνη (Ι) «κουτάλι», αν υποτεθεί ότι δηλώνει ένα είδος πουρέ, δηλ. φαγητού λειωμένου με κουτάλι. Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα kweru- «μασώ, αλέθω» και συνδέεται με τη λ. πύρνος (βλ. λ. πύρνος)].

Greek Monotonic

τορύνη: [ῡ], ἡ (τόρος), αναδευτήρας, κουτάλα, σε Αριστοφ.