πλατεῖα

From LSJ
Revision as of 02:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλατεῖα Medium diacritics: πλατεῖα Low diacritics: πλατεία Capitals: ΠΛΑΤΕΙΑ
Transliteration A: plateîa Transliteration B: plateia Transliteration C: plateia Beta Code: platei=a

English (LSJ)

ἡ,

   A v. πλατύς 11.

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, s. unter πλατύς.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτεῖα: ἡ, ἴδε πλατύς.

French (Bailly abrégé)

fém. de πλατύς.

English (Strong)

feminine of πλατύς; a wide "plat" or "place", i.e. open square: street.

English (Thayer)

πλατείας, ἡ (feminine of the adjective πλατύς, namely, ὁδός (cf. Winer s Grammar, 590 (549))), a broad way, a street: Euripides, Plutarch, others; in the Sept. chiefly for רְחֹב.)

Greek Monolingual

και πλατέα, η, Ν
1. (πολεοδ.) ακάλυπτος, κοινόχρηστος χώρος μέσα στο πολεοδομικό σχέδιο ενός οικισμού, πόλης ή χωριού, ο οποίος είναι ιδιοκτησία του δήμου ή της κοινότητας στην οποία ανήκει και περιβάλλεται από δημόσιες οδούς
2. θεατρ. χώρος θεατών μπροστά από τη σκηνή θεάτρου ή την οθόνη κινηματογράφου με δάπεδο που έχει κλίση προς τη σκηνή ώστε η τελευταία να είναι ορατή από όλους τους θεατές της πλατείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. πλατεία (οδός) του επιθ. πλατύς.

Greek Monotonic

πλᾰτεῖα: ἡ, βλ. πλατύς.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτεῖα: I f к πλατύς.
II
1) (sc. χείρ) ладонь Arph.;
2) (sc. ὁδός) улица Xen. etc.