ἀόρατος
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
ον,
A unseen, invisible, Pl.Phd.85e, etc.; ἀόρατος ὄψιν Alex.240.5; τραῦμ' ἀ., ἔρως APl.4.198 (Maec.); ἀ. τὸ μέλλον Isoc.1.29; τὸ ἀόρατον the unseen world, the unseen, ἐξ οὐρανοῦ καὶ τοῦ ἀ. Pl.Sph.246a, cf. Tht.155e, al.: τὰν ἀ. ἀτραπιτὸν βιότου obscure, Epigr.Gr.223 (Milet.); ἀ. κατὰ δόξαν Ath.12.511d; τὸν ἀ. ὡς ὁρῶν Ep.Hebr.11.27. Adv. -τως Ph.1.157, Placit.2.24.5. II Act., not having seen, without experience of, παντὸς κακοῦ, δεινοῦ, Plb. 2.21.2, 3.108.6: abs., Luc.Halc.3.
German (Pape)
[Seite 272] 1) unsichtbar, Plat. öfter, διὰ σμικρότητα Tim. 43 a; ἀόρατον τὸ μέλλον Isocr. 1, 29, u. sonst; ἀοράτως, ohne daß es bemerkt wird, Plut. plac. phil. 2, 24; – ungesehen, τόποι, die man noch nicht gesehen hat, Pol. 3, 36. – 2) der nicht sieht oder nicht gesehen hat, δεινοῦ, κακοῦ, Pol. 3, 108. 2, 21; der nicht sehen kann, φύσις Luc. Halc. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀόρᾱτος: -ον, ὁ μὴ ὁρώμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἴδη, Πλάτ. Φαίδων 85Ε, κτλ. ἀόρατος ὄψιν Ἄλεξ. ἐν «Ὕπνῳ» 1.5· τραῦμ’ ἀόρατον ἔρως Ἀνθ. Πλαν. 198· τὸ μέλλον ἀόρατον Ἰσοκρ. 8Β· τὸ ἀόρατον, ὁ ἀόρατος κόσμος, ὁ ἄλλος κόσμος, ἐξ οὐρανοῦ καὶ τοῦ ἀορ. Πλάτ. Σοφ. 246Α, πρβλ. Θεαίτ. 155Ε, κ. ἀλλ.· τὰν ἀ. ἀτραπιτὸν βιότου, τὴν σκοτεινήν, τὴν ἄδηλον ἀτραπὸν τοῦ βίου, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2892. 2: ― Ἐπίρρ. ἀοράτως Πλούτ. 2.891Α. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ ἰδών, ἄπειροι δὲ καὶ ἀόρατοι παντὸς κακοῦ Πολύβ. 2. 21, 2., 3, 108, 6: ἀπολ., Λουκ. Ἁλκ. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
invisible.
Étymologie: ἀ, ὁράω.
Spanish (DGE)
(ἀόρᾱτος) -ον
I 1invisible de seres y cosas que lo son por naturaleza ψυχή Pythag.B 1a, τὰ μέρη τοῦ πυρός Emp.B 110, ἡ ἁρμονία Pl.Phd.85e, ἡ φωνή Arist.Ph.204a4, τὸ ὁμοιομερές Arist.Cael.302b2, θεός D.S.2.21.7, Ign.Pol.3.2, δύναμις Luc.Halc.3, I.BI 7.345, Herm.Vis.1.3.4, de un sueño ἀόρατος ὄψιν Alex.240.5, ψυχᾶς τραῦμ' ἀ. (de Eros) AP 16.198 (Maec.), φύσις de Dios, Origenes Io.20.18 (p.351.10)
•que no es visible, invisible de seres o cosas que no lo son por naturaleza sino por alguna circunstancia πομφολύγων ... ἀοράτων διὰ σμικρότητα Pl.Ti.83d, del rey persa porque permanece en su palacio, Arist.Mu.398a14, ἡ γῆ ἦν ἀ. la tierra era invisible antes de crearse la luz, LXX Ge.1.2, θησαυροὶ ἀ. tesoros ocultos LXX Is.45.3, cf. Gal.3.823, del Faraón τὸν γὰρ ἀόρατον ὡς ὁρῶν ἐκαρτέρησεν (Moisés) Ep.Hebr.11.27
•subst. τὸ ἀ. el mundo no sensible Pl.Sph.246a, πᾶν τὸ ἀ. todo lo invisible Pl.Tht.155e
•en plu. τὰ ἀ. las cosas invisibles, Ep.Rom.1.20, op. τὰ ὁρούμενα SB 2034.3 (crist.).
2 fig. imprevisible ἀόρατον τὸ μέλλον Isoc.1.29, ἀ. πράγματα Men.Sam.164, τὰν ἀόρατον ... ἀτραπ[ί] τὸν βιότου GVI 1485.1 (Mileto I/II d.C.), ἀόρατον κατὰ δόξαν Ath.511d.
II no visto, insólito ἀόρατοι ἰχθῦς καὶ ξένοι τῇ ὄψει Polycharm.1, τὸ ἀ. τοῦ πράγματος Polycharm.1.
III que no ha visto, que no tiene experiencia de c. gen. ἀ. παντὸς κακοῦ Plb.2.21.4, ἀ. δεινοῦ Plb.3.108.6.
IV adv. -ως de forma invisible πύκνωμα τῶν ἀ. ἐπερχομένων τῷ δίσκῳ νεφῶν Placit.2.24.5, de la actividad divina ἥτις ... ἡμᾶς ἀ. ἀνθρωποπλαστεῖ Meth.Symp.2.5 (p.21.8).
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and ὁρατός; invisible: invisible (thing).
English (Thayer)
ἀόρατον (ὁράω), either, not seen i. e. unseen, or that cannot be seen i. e. invisible. In the latter sense of God in τά ἀόρατα αὐτοῦ his (God's) invisible nature (perfections), τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, Xenophon, Plato, Polybius, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀόρατος, -ον)
ο μη ορατός, αυτός που δεν γίνεται αισθητός με την όραση
αρχ.
1. απρόβλεπτος, ασαφής
(«τὸ μέλλον ἀόρατον», Ισοκράτης)
2. όποιος δεν έχει δει κάποιο πράγμα («ἄπειροι καὶ ἀόρατοι παντὸς κακοῡ», Πολύβιος)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀόρατον
ο άλλος κόσμος, ο αόρατος κόσμος («ἐξ οὐρανοῡ καὶ τοῡ ἀοράτου», Πλάτων)
πρβλ. «του μίλησε ο αόρατος = ο Θεός» (Μάνη).
Greek Monotonic
ἀόρᾱτος: -ον·
I. αυτός τον οποίο δεν μπορεί να δει ή να διακρίνει κάποιος με το βλέμμα, αόρατος, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν είδε, που δεν είχε οπτική επαφή, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀόρατος: 1) невидимый, незримый Isocr., Plat.; незаметный (διὰ σμικρότητα Plat.; τινι Plut.);
2) невиданный (ἄγνωστοι καὶ ἀόρατοι τόποι Polyb.);
3) (никогда) не видевший, не знавший (παντὸς κακοῦ Polyb.);
4) перен. близорукий, ограниченный (δύναμις ἀνθρωπίνη Luc.).