ἐξανάγω

From LSJ
Revision as of 06:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανάγω Medium diacritics: ἐξανάγω Low diacritics: εξανάγω Capitals: ΕΞΑΝΑΓΩ
Transliteration A: exanágō Transliteration B: exanagō Transliteration C: eksanago Beta Code: e)cana/gw

English (LSJ)

[ᾰγ],

   A bring out of or up from, ἐ. τινὰ Ἅιδου μυχῶν E. Heracl.218:—Pass., put out to sea, set sail, of persons, Hdt.6.98, al., S.Ph.571, Th.2.25, etc.; of ships, Hdt.7.194: metaph., τῆς τῶν ψευσμάτων καὶ σοφισμάτων χώρας -αναχθησόμεθα Ph.1.517.

German (Pape)

[Seite 868] (s. ἄγω), heraus- u. herausführen; Ἅιδου τ' ἐρεμνῶν ἐξανήγαγεν μυχῶν πατέρα σόν Eur. Heracl. 219, aus dem Hades auf die Oberwelt herauf, – Med., von einem Orte aus auf die hohe See hinausfahren, absegeln, Soph. Phil. 567; ἐνθεῦτεν ἐξαναχθέντα Her. 6, 98; αἱ νῆες ἐξανάγονται Thuc. 2, 25. 8, 16; Sp.; übertr. τὸ ἐξ Ἀσίης ἐξαναχθὲν στράτευμα, aufbrechen, Her. 7, 184.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανάγω: μέλλ. -άξω, ἐξάγωἀναβιβάζω ἔκ τινος τόπου, ᾍδου τ’ ἐρεμνῶν ἐξανήγαγεν μυχῶν πατέρα σὸν Εὐρ. Ἡρακλ. 218. ― Παθ., ἐκπλέω, ἐπὶ προσώπων, ἐντεῦθεν ἐξαναχθέντα Ἡρόδ. 6. 98, κ. ἀλλ., Σοφ. Φιλ. 571, Θουκ. 2. 25, κτλ.· ἐπὶ πλοίων, Ἡρόδ. 7. 194.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ἐξανήγαγον, ao. Pass. ἐξανήχθην;
faire remonter;
Moy. ἐξανάγομαι gagner le large.
Étymologie: ἐξ, ἀνάγω.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰνάγω)
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 tr. sacar, conducir fuera de c. ac. de pers. y gen. de lugar ᾍδου τ' ἐρεμνῶν ἐξανήγαγεν μυχῶν πατέρα σόν E.Heracl.218, abs. πῇ πλόος ἐξανάγει Πελοπηίδα γαῖαν ἱκέσθαι por dónde la navegación nos va a sacar para llegar a la tierra de Pélope A.R.4.1570, cf. s. cont. S.Fr.157a
fig. en v. pas. ser llevado lejos de, c. gen. de abstr. ser apartado de τῆς τῶν ψευσμάτων καὶ σοφισμάτων χώρας ἐξαναχθησόμεθα Ph.1.517.
2 intr., en v. med.-pas., náut. zarpar, hacerse a la mar, ir mar adentro, alejarse las naves de la costa Ἀμεινίης δὲ ... ἐξαναχθεὶς νηὶ ἐμβάλλει Hdt.8.84, (νέες) ἔτυχόν τε ὕσταται πολλὸν ἐξαναχθεῖσαι Hdt.7.194, ἡνίκ' ἐξανηγόμην ἐγώ S.Ph.571, ἐξανάγονται ἐκλείποντες Φειάν Th.2.25, ἐξορμίζεται καὶ ἐξανάγεται Ph.1.670, ἔπειτα νυκτὸς ἐξανήχθη D.C.41.12.3, cf. Epit.8.12.5, c. compl. o adv. de lugar τὸ ἐξ αὐτῆς τῆς Ἀσίης στράτευμα ἐξαναχθέν Hdt.7.184, ἐκ τῆς Μεσσήνης ἐξαναχθείς D.C.49.17.1, ἐντεῦθεν ἐξαναχθέντα Hdt.6.98.
3 sent. dud., quizá gobernar, disponer sobre ὁ ἐξανάγων τοῦ Ἅδου τὰς πύλας IK 135.20 (III d.C.).

Greek Monolingual

ἐξανάγω) ανάγω
ναυτ.
1. οδηγώ το πλοίο στα ανοιχτά
2. παθ. εξανάγομαι
αποπλέω, βγαίνω στ' ανοιχτά, ξανοίγομαι στο πέλαγος (α. «ἡνίκα ἐξανηγόμην ἐγώ», Θουκ.
β. «πεντεκαίδεκα δὲ τῶν νεῶν τούτων ἔτυχόν τε ὕσταται πολλὸν ἐξαναχθεῑσαι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. οδηγώ, ανεβάζω, βγάζω κάποιον προς τα πάνω («Ἅιδου τ' ἐρεμνῶν ἐξανήγαγεν μυχῶν πατέρα σόν», Ευρ.)
2. μτφ. μέσ. απομακρύνομαι («τῆς τῶν... σοφισμάτων χώρας ἐξαναχθησόμεθα», Φίλ.).

Greek Monotonic

ἐξανάγω: μέλ. -άξω, βγάζω έξω ή αναβιβάζω από, με γεν., σε Ευρ. — Παθ., απλώνομαι στη θάλασσα, εκπλέω, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανάγω: (aor. 2 ἐξανήγαγον; aor. pass. ἐξανήχθην)
1) выводить (наверх) (τινὰ Ἃιδου μυχῶν Eur.);
2) med.-pass. отправляться (морем), отплывать (αἱ νῆες ἐξανάγονται ἐκλιπόντες Φειάν Thuc.; τὸ ἐξ Ἀσίης ἐξαναχθὲν στράτευμα Her.).