ἐπιτηδές
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
Adv.
A of set purpose, advisedly, twice in Hom., ἐρέτας ἐ. ἀγείρομεν Il.1.142 ; μνηστήρων σ' ἐ. ἀριστῆες λοχόωσιν Od.15.28:—later proparox., ἐπίτηδες, Hdt.3.130, al., Hp.VC11, Ar.Eq.893,al., Th.3.112, Pl.Cri. 43b, etc.: Dor. ἐπίτᾱδες Theoc.7.42 : hence, cunningly, deceitfully, E.IA476 ; εἰς καιρὸν καὶ ὥσπερ ἐ. fittingly, as best may be, Plu.2.577e ; cf. ἐξεπίτηδες.
German (Pape)
[Seite 992] att. ἐπίτηδες, dor. ἐπίταδες, Theocr. 7, 42 (ein adj. ἐπιτηδής kommt nicht vor, u. auch das adv. ἐπιτηδέως ist regelmäßig vom ion. ἐπιτήδεος abgeleitet; nach Buttm. Lexil. I p. 46 von ἐπὶ τάδε, dazu?); – 1) soviel dazu gehört, hinreichend, hinlänglich, ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν, soviel Ruderer zur Fahrt gehören, hinreichende, Il. 1, 142; μνηστήρων σ' ἐπιτηδὲς ἀριστῆες λοχόωσιν, die ersten der Freier lauern dir in hinlänglicher Zahl oder Stärke auf, Od. 15, 28, in welcher Stelle Eust. ἐπιτηδές = ἐπιτηδεῖς erkl.; richtiger würde auch hier ἐπίτηδες geschrieben, vgl. Hdn. π. μον. λ. 47, 4. – 2) sorgfältig, mit Vorbedacht, absichtlich, auch gekünstelt, verstellt, ἦ μὴν ἐρεῖν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ μὴ 'πίτηδες μηδὲν ἀλλ' ὅσον φρονῶ Eur. I. T. 476; ἐπίτηδες πηδάλιον εἶχον, vorsichtig hatte ich es mit, oder gerade dazu, Ar. Pax 142; vgl. Equ. 893. 1131. 1180; Her. 3, 130. 7, 44; τοὺς Μεσσηνίους πρώτους ὁ Δημοσθένης ἐπ. προὔταξεν Thuc. 3, 112; Plat. Crit. 43 b Lach. 183 c; Lys. 1, 11. 22, 9 u. A.; auch Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτηδές: Ἐπίρρ., ἐπὶ σκοπῷ ὡρισμένῳ, ἐπὶ τούτῳ ἐπίτηδες, ἐς δ᾿ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν Ἰλ. Α. 142· μνηστήρων σ᾿ ἐπιτηδὲς ἀριστῆες λοχόωσιν Ὀδ. Ο. 28. ― Παρ᾿ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. γράφεται προπαροξ. ἐπίτηδες (πρβλ. ἀληθές, ἄληθες), Ἡρόδ. 3. 130., 7. 44, 168, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902, Ἀριστοφ. Ἱππ. 893, 1135, 1184, Εἰρ. 142, κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 112, Πλάτ. κλ.: Δωρ. ἐπίτᾱδες Θεόκρ. 7. 42· ἐντεῦθεν, μετὰ πονηρίας, ἀπατηλῶς, Εὐρ. Ι. Α. 476: ― ὥσπερ ἐπίτηδες, ἁρμοδίως, ὡς πρέπει, Πλούτ. 2. 577D: μεταγεν. ὡσαύτως ἐξεπίτηδες. Τύπος ἐπιτηδὴς δὲν ἀπαντᾷ ἐν χρήσει· μόνον ὁ Εὐστ. ἐν Ὀδ. Ο. 28 ἀναφέρει αὐτὸν ὡς ἀρσ. τοῦ ἐπιτηδές. (Ἡ ἐτυμολογία ἀβέβαιος· ὁ Κούρτ. ὑποβάλλει γνώμην ὅτι πιθανὸν νὰ ἀνήκῃ εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὸ τείνω, Λατ. tendo· ἐντεῦθεν τὰ ἐπιτηδεύω, ἐπιτήδειος).
French (Bailly abrégé)
I. suffisamment, en nombre suffisant;
II. comme il convient, à dessein, d’une façon appropriée :
1 convenablement : ὥσπερ ἐπιτηδές PLUT le mieux possible;
2 à dessein, en vue de qch;
3 en mauv. part avec ruse, avec artifice.
Étymologie: ἐπί, τῆδε ; sel. d’autres δε ἐπιτείνω.
English (Autenrieth)
sufficiently, as are needed, Il. 1.142, Od. 15.28.
Greek Monolingual
(Α ἐπίτηδες και ἐπιτηδές)
επίρρ. γι’ αυτόν τον σκοπό ή για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εσκεμμένα (α. «το έκανε επίτηδες» β. «ἐς δ’ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. με πονηριά, προσποιητά, απατηλά («ἦ μὴν ἐρεῑν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ μὴ ‘πίτηδες μηδὲν ἄλλ’ ὅσον φρονῶ», Ευρ.)
2. κατάλληλα, όπως πρέπει («εἰς τὸν καιρὸν καὶ ὥσπερ ἐπίτηδες», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχική μορφή του επιρρήματος είναι ο οξυτονούμενος τύπος (ουδ. επιθέτου) επιτηδές (Όμηρος) απ’ όπου, με μετακίνηση του τόνου, προήλθε ο τύπος επίτηδες είτε λόγω της χρήσεως του επιθέτου ως επιρρήματος είτε για λόγους εκφραστικότητας (πρβλ. αληθές > άληθες, χαρίεν > χάριεν). Το επίρρ. επίτηδες (Ηρόδ., Αριστ., ιων.-αττ.) είναι αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από το επί και ουσ. τήδος, τάδος, που συνδέεται με οσκ. tadait «άς, να νομίσει». Κατ’ άλλους, το επιτᾱδες, ακολουθώντας τον σχηματισμό τών ονομάτων με θ. σε -ς, είναι σύνθετο με α’ συνθετικό επί- και β’ συνθετικό πληθ. ουδ. δεικτικού τάδε, αλλά με ᾱ μακρό ανώμαλο στην Ελληνική.
ΠΑΡ. επιτήδειος.].
Greek Monotonic
ἐπιτηδές: επίρρ., με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετείται ο σκοπός, επαρκώς, αρκετά, ή με προκαθορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εκ προθέσεως, εσκεμμένα, Λατ. consulto, de industria, σε Όμηρ.· σε Ηρόδ. και Αττ. γράφεται προπαροξ., ἐπίτηδες, σε Ηρόδ.· Δωρ. ἐπίτᾱδες, σε Θεόκρ.· επίσης, σκοπίμως, απατηλά, πονηρά, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτηδές: атт. ἐπίτηδες, дор. ἐπίτᾱδες adv.
1) надлежащим образом, как (или сколько) следует, в достаточном количестве (ἐρέτας ἀγείρειν Hom.): ὥσπερ ἐπίτηδες Plut. как следует, наилучшим образом;
2) умышленно, преднамеренно, нарочно Her., Arst., Plut.;
3) хитро, притворно, лукаво: ἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ μὴ ἐπίτηδες Eur. чистосердечно и бесхитростно.