εὐφιλής

From LSJ
Revision as of 21:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφῐλής Medium diacritics: εὐφιλής Low diacritics: ευφιλής Capitals: ΕΥΦΙΛΗΣ
Transliteration A: euphilḗs Transliteration B: euphilēs Transliteration C: effilis Beta Code: eu)filh/s

English (LSJ)

ές,

   A well-loved, χείρ A.Ag.34.    II Act., loving well, ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐ. θεῶν Id.Eu.197.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφῐλής: -ές, ὁ λίαν φιλούμενος, εὐφιλῆ χέρα Αἰσχυλ. Ἀγ. 34. ΙΙ. ἐνεργ., λίαν φιλῶν, ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐφιλής θεὸς ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 197.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui aime beaucoup;
2 bien-aimé.
Étymologie: εὖ, φιλέω.

Greek Monolingual

εὐφιλής, -ές (Α)
1. παθ. αυτός που αγαπιέται πολύ, φίλτατος, αγαπητός
2. ενεργ. αυτός που αγαπά πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φιλής (< φιλείν), πρβλ. δημο-φιλής, προσ-φιλής].

Greek Monotonic

εὐφῐλής: -ές (φιλέω),·
I. πολύ αγαπητός, σε Αισχύλ.
II. αυτός που αγαπάει πολύ, με γεν., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐφῐλής: 1) горячо любящий (τινος Aesch.);
2) горячо любимый, дорогой (χείρ Aesch.).