κατασχίζω

From LSJ
Revision as of 22:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασχίζω Medium diacritics: κατασχίζω Low diacritics: κατασχίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΧΙΖΩ
Transliteration A: kataschízō Transliteration B: kataschizō Transliteration C: kataschizo Beta Code: katasxi/zw

English (LSJ)

fut. -

   A σχίσω X.An.7.1.16:—cleave asunder, split, slit, Ar.V.239, cj. in Hp.Mochl.36 (Pass.); κ. τὰς πύλας, τὰς θύρας, burst them open, X. l.c., D.21.79; tear, τοὺς χιτωνίσκους Phld.Ir.p.39 W.: —Med., κατεσχίσω τὸ ῥάκος Ar.Ra.405 (lyr.):—Pass., of nerves or veins, branch, Gal.2.390, 8.65; of leaves, Dsc.2.130.

Greek (Liddell-Scott)

κατασχίζω: μέλλ. -σχίσω, σχίζω τι ἐντελῶς, κατακόπτω, κ. τὸν κόρκορον Ἀριστοφ. Σφ. 239, πρβλ. Ἱππ. Μοχλ. 86·- Μέσ. κατεσχίσω… τὸ ῥάκος Ἀριστοφ. Βάτρ. 403· κατασχίζω τὰς πύλας, τὰς θύρας, ἀνοίγω διὰ τῆς βίας, κατκόπτω, σπῶ, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 16, Δημ. 540. 2.

French (Bailly abrégé)

briser, détruire, acc..
Étymologie: κατά, σχίζω.

Greek Monolingual

και κατασκίζω (AM κατασχίζω, Μ και κατασκίζω)
σχίζω κάτι εντελώς, το κάνω κομμάτια, κατακομματιάζω, καταξεσκίζω
μσν.
μέσ. κατασχίζομαι
κατατραυματίζομαι, καταπληγώνομαι
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγω κάτι διά της βίας, κατακόβω, σπάζω
2. (και παθ.) κατασχίζομαι
(για νεύρα ή φλέβες ή φύλλα) διακλαδίζομαι.

Greek Monotonic

κατασχίζω: μέλ. -σχίσω, σχίζω κάτι εντελώς, κατακόπτω, διαχωρίζω, σε Αριστοφ. — Μέσ., κατεσχίσω τὸ ῥάκος, στον ίδ.· κατασχ. τὰς πύλας, τις ανοίγω βίαια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατασχίζω: 1) раскалывать, разрубать (τὸν ὅλμον τῆς ἀρτοπώλιδος Arph.);
2) разламывать, взламывать (τὰς πύλας Xen.; τὰς θύρας Dem., Plut.; τὴν κιβωτόν Plut.);
3) med. раздирать, разрывать (τὸν σανδαλίσκον καὶ τὸ ῥάκος Arph.).