ὁμότεχνος

From LSJ
Revision as of 13:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμότεχνος Medium diacritics: ὁμότεχνος Low diacritics: ομότεχνος Capitals: ΟΜΟΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: homótechnos Transliteration B: homotechnos Transliteration C: omotechnos Beta Code: o(mo/texnos

English (LSJ)

ον,

   A practising the same art, τινι with one, Pl.La.187a.    II as Subst., fellow-workman, Hdt.2.89, Pl.Prt.328a, Xenarch.7.15 ; ὁ ὁ. τινός Pl. Chrm.171c, cf. D.22.58, Aristaenet.1.19 ; οὐδεὶς τῶν ὁ. μου Alex. 173.7 : as title applied to the good physician, Hp.Praec.7.    2 neut. ὁμότεχνον, τό, guild, τῶν λαναρίων Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.217(ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 340] dieselbe Kunst übend, einerlei Gewerbe treibend; Her. 2, 89; τινί, Plat. Lach. 186 c, u. τινός, Charm. 171 c; Sp., wie Luc.; – κυνῶν ὁμότεχνε αἴλουρε, Damochar. 1 (VII, 206).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμότεχνος: -ον, ὁ ἀσκῶν, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν τέχνην, τινι, μετὰ τινος, Πλάτ. Λάχ. 186Ε· - ὡς οὐσιαστ., συνεργάτης, Ἡρόδ. 2. 89, Πλάτ. Πρωτ. 328Α, Ξέναρχος ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 15· ὁ ὁμ. τινος Πλάτ. Χαρμ. 171C, πρβλ. Δημ. 611. 4· οὐδεὶς τῶν ὁμ. μου Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 2. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui exerce la même profession, le même art que, confrère dans une profession ou un métier, τινι.
Étymologie: ὁμός, τέχνη.

English (Strong)

from the base of ὁμοῦ and τέχνη; a fellow-artificer: of the same craft.

English (Thayer)

ὁμότεχνον (ὁμός and τέχνη), practising the same trade or craft, of the same trade: Herodotus 2,89; Plato, Demosthenes, Josephus, Lucian, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμότεχνος, -ον)
αυτός που ασκεί την ίδια τέχνη με άλλον, σύντεχνος
αρχ.
1. (τίτλος για γιατρό) έμπειρος, ικανός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁμότεχνος
ο συνάδελφος, ο συντεχνίτης, ο συνεργάτης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμότεχνον
συντεχνία, σωματείο («ὁμότεχνον τῶν λαναρίων», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. μεγαλό-τεχνος].

Greek Monotonic

ὁμότεχνος: -ον (τέχνη), αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα με κάποιον άλλο, την ίδια τέχνη, με δοτ., σε Πλάτ.· ως ουσ., συνάδελφος, συνεργάτης, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμότεχνος: занимающийся тем же делом, работающий в той же области Her., Plut.: ὁ. τινος или τινι Plat. товарищ по профессии.