πόρσω

From LSJ
Revision as of 11:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόρσω Medium diacritics: πόρσω Low diacritics: πόρσω Capitals: ΠΟΡΣΩ
Transliteration A: pórsō Transliteration B: porsō Transliteration C: porso Beta Code: po/rsw

English (LSJ)

πορσώτατα,

   A v. πρόσω.

German (Pape)

[Seite 685] adv., = πόῤῥω; Pind. τὸ πόρσω, Gl. 3, 44; compar., πάπταινε πόρσιον, 1, 114; ὡς πόρσιστα, N. 9, 29; doch hat er auch die Form πρόσω (s. unten); ἐπίβαινε πόρσω, Soph. O. C. 175, vgl. 226; auch übertr., μὴ πόρσω φωνεῖν, El. 206; einzeln bei den folgdn Dichtern. Die Gramm. erkl. die Form für äol., eben so wie die compar. πορσωτέρω, πορσωτάτω.

Greek (Liddell-Scott)

πόρσω: ἴδε πρόσω.

French (Bailly abrégé)

v. πόρρω.

English (Slater)

πόρσω, πρόσω (comp. πόρσιον: superl. πόρσιστα: cf. πρόσωθεν.)
   a
   I beyond, further οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές (N. 3.20) c. art., τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις (O. 3.44) αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω (P. 3.22)
   II of time τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν (byz.: πρόσω codd.: πρόσσω Turyn: sc. χρόνος) (O. 10.55) ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω (P. 3.111)
   b πόρσιον, further, too far μηκέτι πάπταινε πόρσιον (O. 1.114)
   c πόρσιστα: πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα as far as possible (N. 9.29)

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. πρόσω.

Greek Monotonic

πόρσω: βλ. πρόσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόρσω Dor. voor πόρρω.