συμμαχέω

From LSJ
Revision as of 04:03, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμᾰχέω Medium diacritics: συμμαχέω Low diacritics: συμμαχέω Capitals: ΣΥΜΜΑΧΕΩ
Transliteration A: symmachéō Transliteration B: symmacheō Transliteration C: symmacheo Beta Code: summaxe/w

English (LSJ)

aor.

   A συνεμάχησα IG22.10A7 (v B.C.): pf. συμμεμάχηκα SIG588.61 (Milet., ii B.C.):—to be an ally, to be in alliance, A.Pers. 793, Th.1.35, 7.50, etc.: c. acc. cogn., σ. τὴν μάχην IG l.c.: c. dat., SIG366.8 (Delph., iii B.C.), etc.; οὐ ξ., ἀλλὰ ξυναδικεῖν join not in war but in doing wrong, Th.1.39: generally, help, succour, σ. τινί S.Ant.740, Ph.1368, Pl.R.440c, Phlb.14b, etc.; τοῖσιν εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη Critias 21; σ. ὥστε . .assist towards... Hdt.1.98:— Med., pf. part. συμμεμαχημένος in act. sense, Luc. Tyr.7:—Pass., συμμαχοῦμαι ὑπό τινος Id.Cal.22. Cf.συμμάχομαι.

German (Pape)

[Seite 980] Einem kämpfen helfen, Kampfgenosse u. übh. Gehülfe, Beistand sein; Aesch. Pers. 779; τοῖσδε σὺ εἶ ξυμμαχήσων Soph. Phil. 1352; ὅδ' ὡς ἔοικε τῇ γυναικὶ συμμαχεῖν Ant. 736; in Prosa: Her. 1, 98; Thuc. 7, 50; Plat. Menex. 245 b; τῷ δικαίῳ Rep. IV, 440 c; Xen. Cyr. 1, 3, 15; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμμᾰχέω: εἶμαι σύμμαχος, εἶμαι συνδεδεμένος διὰ συμμαχίας, τίνι τρόπῳ δὲ συμμαχεῖ; Αἰσχύλ. Πέρσ. 793, Θουκ. 1, 35., 7. 50· οὐ ξ., ἀλλὰ ξυναδικεῖν, συμμαχεῖν οὐχὶ πρὸς πόλεμον ἀλλὰ πρὸς κακοποιίαν, ὁ αὐτ. 1. 39· ― καθόλου, βοηθῷ, συντρέχω, σ. τινι Σοφ. Ἀντ. 740, Φιλ. 1366, Πλάτ., κλπ.· τοῖς εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη Κριτίας 13· σ. ὥστε..., βοηθῶ ὥστε..., Ἡρόδ. 1. 98. ― Παθ., συμμαχοῦμαι ὑπό τινος Λουκ. π. Διαβολ. 22. Πρβλ. συμμάχομαι. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 192 κἑξ., 859.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
assister dans un combat :
1 être allié de guerre;
2 en gén. assister, secourir, τινι ; Pass. συμμαχεῖσθαι ὑπό τινος LUC être secouru par qqn.
Étymologie: σύμμαχος.

Greek Monotonic

συμμᾰχέω: μέλ. -ήσω (σύμμαχος), είμαι σύμμαχος, ανήκω σε μια συμμαχία, σε Αισχύλ., Θουκ.· γενικά, βοηθώ, παρέχω αρωγή, συντρέχω, συνδράμω, τινί, σε Σοφ. κ.λπ. — Παθ., βοηθιέμαι, δέχομαι βοήθεια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμμᾰχέω: 1) совместно сражаться, помогать в борьбе, быть (боевым) союзником Aesch., Thuc.;
2) помогать, содействовать (τινι Soph., Plat.): τὸ χωρίον συμμαχέει κολωνὸς ἐὸν ὥστε τοιοῦτο εἶναι Her. холмистый характер местности способствует этому; ὑπὸ τούτων ἁπάντων συμμαχούμενος Luc. поддерживаемый всеми ими.