πημονή

From LSJ
Revision as of 11:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πημονή Medium diacritics: πημονή Low diacritics: πημονή Capitals: ΠΗΜΟΝΗ
Transliteration A: pēmonḗ Transliteration B: pēmonē Transliteration C: pimoni Beta Code: phmonh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = πῆμα, freq. in Trag., A.Pr.239 (pl.), 278, 308 (pl.), S.Tr.1189 (pl.), E.Fr.682; also ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ with hostile intent, Foed. ap. Th.5.18.

German (Pape)

[Seite 611] ἡ, poet. statt πῆμα; oft bei Tragg., sing. u. plur., z. B. τοιαῖσδε πημοναῖσι κάμπτομαι Aesch. Prom. 237, ὅμως δ' ἀνάγκη πημονὰς βροτοῖς φέρειν Pers. 285, πημονὰς εὔχου λαβεῖν Soph. Trach. 1179, u. öfter, wie Eur., ἐμοὶ χρῆν πημονὰν γενέσθαι Hec. 630. In Prosa Thuc. 5, 18 in einem Dokumente.

Greek (Liddell-Scott)

πημονή: ἡ, (πήμων) τύπος ἕτερος τοῦ πῆμα, ἐν πολλῇ χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ., οἷον Αἰσχύλ. Πρ. 237, 276, 306, Σοφ. Τρ. 1189, κτλ.· ἐν χρήσει ὡσαύτως ἔν τινι σπονδῇ παρὰ Θουκ. 5. 18.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 c. πῆμα;
2 sujet d’affliction ; αἱ πημοναί les paroles propres à affliger.
Étymologie: πῆμα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. η κατάσταση που προκύπτει από μια συμφορά, από μια δυστυχία, το πάθημα, το δυστύχημα («τοιαῑσδε πημοναῑσι κάμπτομαι», Αισχύλ.)
2. η ζημία, η βλάβη που επιδιώκει κάποιος, ο εχθρικός σκοπός («ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ» — να μην επιφέρονται τα όπλα με εχθρικό σκοπό, Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πῆμα πιθ. κατά το ἡδονή.

Greek Monotonic

πημονή: ἡ (πήμων), = πῆμα, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

πημονή:1) Trag., Thuc. = πῆμα;
2) оскорбительное слово, обида (πημονὰς ἐρεῖν Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πημονή -ῆς, ἡ [πημαίνω] schade, rampspoed:. ὅπλα ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ wapens op te nemen om schade aan te richten Thuc. 5.18.4.