ἐξικμάζω

From LSJ
Revision as of 17:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξικμάζω Medium diacritics: ἐξικμάζω Low diacritics: εξικμάζω Capitals: ΕΞΙΚΜΑΖΩ
Transliteration A: exikmázō Transliteration B: exikmazō Transliteration C: eksikmazo Beta Code: e)cikma/zw

English (LSJ)

(ἰκμάς)

   A send forth moisture, cause to exude, ἡ θερμότης ἐ. τὸ ὑ γρὸν ἐκ τοῦ γεώδους Arist.GA718b19; τὸ σπέρμα ib.727b24, cf. HA583a11:—Pass., to be exuded or evaporated, Id.Mete.385b8, Sens. 443a14.    2 intr. in Act., = Pass., Id.Mete.384b9, Pr.930b34.    II deprive of moisture, suck dry, Id.HA594a13; ἐ. τὴν ὑγρότητα Thphr. CP4.8.4 (cod. Urb.):—Pass., ἐξικμασμένη τροφή digested, Pl.Ti.33c, Arist.PA675b31; τὰ παλαιὰ σπέρματα ἐξίκμασται τὴν δύναυιν Id.Pr. 924b30; lose all moisture, Thphr.HP5.7.4, 7.5.1; of athletes, τοῦ περιττοῦ -άζεσθαι Philostr.Gym.58.    III in E.Andr.398, ἐξικμάζω seems to be corrupt (perh. for ἐξιχμάζω).

German (Pape)

[Seite 882] 1) eine Feuchtigkeit von sich geben, ausschwitzen, Arist. H. A. 7, 2 u. öfter; verdunsten, verdampfen, διαπέπνευκε καὶ ἐξίκμακε τὸ πλεῖστον τοῦ γλυκέος id. probl. 22, 9. – 2) austrocknen, verzehren; Plat. ἐξικμασμένη τροφή Tim. 33 c; Arist. H. A. 8, 4 u. Sp. – Bei Eur. Andr. 398, ἀτὰρ τί ταῦτ' ὀδύρομαι, τὰ δ' ἐν ποσὶν οὐκ ἐξικμάζω καὶ λογίζομαι κακά, vom Schol. δακρύω u. ἀναζητῶ erkl., ist vielleicht die Lesart verderbt.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξικμάζω: μέλλ. -άσω, πέμπω ἔξω τὴν ἰκμάδα, προξενῶ ἐξίδρωσιν, ἡ θερμότης ἐξ. τὸ ὑγρὸν ἐκ τοῦ γεώδους Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 8, 5, πρβλ. 1. 19, 20, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 10 κ. ἀλλ.: - Παθ., ἐξέρχομαι ὡς ἱδρὼς ἢ ὑγρασία, ἐξατμίζομαι, ὁ αὐτὸς Μετεωρ. 4. 9, 1, π. Αἰσθ. 4, 4. 2) ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ. = τῷ Παθ., ὁ αὐτὸς Μετεωρ. 4. 7, 14, Προβλ. 22. 9. ΙΙ. ἀφαιρῶ τὴν ὑγρασίαν, Λατ. exsugere, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 4, 2· ἐξ. τὴν ὑγρότητα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 4 (Κῶδ. Urb.): - Παθ., ἐξικμασμένη τροφή, πεπεμμένη, χωνευμένη, Πλάτ. Τίμ. 33C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 6· τὰ παλαιά σπέρματα ἐξίκμασται τὴν δύναμιν ὁ αὐτὸς Προβλ. 20. 17. ΙΙΙ. ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 398, τὸ ἐξικμάζω φαίνεται ὅτι εἶναι ἐφθαρμένον, προετάθησαν δὲ ὑπὸ τῶν κριτικῶν παντοῖαι διορθώσεις, ὡς π.χ. ἐξιχνεύω, ἐξετάζω, ἀκμάζω, ἐξιθμάζω, κλ., ἀλλ’ οὐδεμία ἐγένετο ὁριστικῶς δεκτή.

French (Bailly abrégé)

dessécher.
Étymologie: ἐξ, ἰκμάζω.

Greek Monolingual

ἐξικμάζω (Α)
1. απορροφώ την υγρασία («ἡ θερμότης ἐξικμάζει τὸ ὑγρὸν ἐκ τοῡ γεώδους», Αριστοτ.)
2. αποβάλλω υγρασία
3. ξεραίνω, στεγνώνω («ἡ ἅλμη... ἐξικμάζουσα τὴν ὑγρότητα», Θεόφρ.)
4. (για σπέρμα) ξεραίνομαι και χάνω τη δύναμή μου
5. αναζητώ, ερευνώ («τάδ' ἐν ποσὶν οὐκ ἐξικμάζω καὶ λογίζομαι κακά», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. εξ + ικμάζω «υγραίνω, βρέχω» (< ικμάς «υγρασία»)].

Russian (Dvoretsky)

ἐξικμάζω:
1) испускать влагу (ὑπὸ θερμότητος Arst.);
2) испарять (τὸ ὑγρὸν ἐκ τοῦ γεώδους Arst.); pass. испаряться (ἐκ τῶν κατακαομένων Arst.);
3) высушивать (τι Arst.);
4) тж. med.-pass. высыхать, сохнуть (τῷ θέρει Plut.; τροφὴ ἐξικμασμένη Plat., Arst.);
5) оплакивать (τι Eur.).