ὁλοκαύτωμα
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
ατος, τό,
A burnt-offering, LXX Ex.10.25,al., J.AJ10.4.5.
German (Pape)
[Seite 325] τό, das Brandopfer, LXX.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
holocauste.
Étymologie: ὁλοκαυτόω.
English (Strong)
from a derivative of a compound of ὅλος and a derivative of καίω; a wholly-consumed sacrifice ("holocaust"): (whole) burnt offering.
English (Thayer)
ὁλοκαυτώματος, τό (ὀλοκαυτόω to burn whole, Xenophon, Cyril 8,3, 24; Josephus, Antiquities 1,13, 1; and this from ὅλος and καὐτός, for καυστός, verbal adjective from καίω, cf. Lob. ad Phryn., p. 524; (Winer s Grammar, 33)), a whole burnt offering (Latin holocaustum), i. e. a victim the whole (and not like other victims only a part) of which is burned: Sept. especially for עֹלָה; also for אִשֶּׁה, Philo do sacr. Ab. et Cain. § 33); Josephus, Antiquities 3,9, 1,9,7, 4says ὁλοκαύτωσις.)
Greek Monolingual
το (Α ολοκαύτωμα)
[[[ολοκαυτώ]] (II)]
νεοελλ.
1. καθετί που καταστρέφεται ολοκληρωτικά από τη φωτιά
2. μτφ. ολοκληρωτική και οδυνηρή θυσία, ιδίως για ένα ιδανικό («το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου»)
αρχ.
προσφερόμενο θύμα το οποίο καίγεται ολόκληρο πάνω στη φωτιά («τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν καί ολοκαυτώματα», ΠΔ).
Greek Monotonic
ὁλοκαύτωμα: τό, προσφορά ενός ολόκληρου ψημένου σφαγίου σαν θυσία, ολοκαύτωμα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὁλοκαύτωμα: ατος τό культ. всесожжение NT.
Middle Liddell
ὁλοκαύτωμα, ατος, τό, [from ὁλοκαυτέω
a whole burnt-offering, holocaust, NTest.