προσστείχω

From LSJ
Revision as of 11:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσστείχω Medium diacritics: προσστείχω Low diacritics: προσστείχω Capitals: ΠΡΟΣΣΤΕΙΧΩ
Transliteration A: prossteíchō Transliteration B: prossteichō Transliteration C: prossteicho Beta Code: prosstei/xw

English (LSJ)

   A go or come towards, προσέστῐχε μακρὸν Ὄλυμπον Od.20.73; δεῦρο π. S.OC30, cf. 320, OT79 (in codd. of S. always προστ-).

German (Pape)

[Seite 780] hinzugehen, προσέστιχε μακρὸν Ὄλυμπον, Od. 20, 73, sie schritt auf den Olymp zu.

Greek (Liddell-Scott)

προσστείχω: ἔρχομαι ἢ πορεύομαι πρός, προσέστῐχε μακρὸν Ὄλυμπον Ὀδ. Υ. 73· δεῦρο πρ. Σοφ. Ο. Κ. 30, πρβλ. 320, Ο. Τ. 70.

French (Bailly abrégé)

f. προστείξω, ao.2 προσέστιχον;
s’avancer vers, acc..
Étymologie: πρός, στείχω.

Greek Monolingual

Α έρχομαι ή πορεύομαι προς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + στείχω «βαδίζω»].

Greek Monotonic

προσστείχω: μέλ. -ξω, αόρ. βʹ -έστῐχον· πηγαίνω ή προχωρώ μπροστά, σε Ομήρ. Οδ.· δεῦροπροστείχω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

προσστείχω: подходить, приходить (Ὄλυμπον Hom.): οἵδε Κρέοντα προσστείχοντα σημαίνουσί μοι Soph. эти (люди) сообщают мне о прибытии Креонта.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-στείχω, aor. 3 sing. προσέστιχε, naar... toegaan.

Middle Liddell

fut. ξω aor2 -έστῐχον
to go or come towards, Od.; δεῦρο πρ. Soph.