ἄγκιστρον
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
τό
A, (ἄγκος) fish-hook, Od.4.369, Hdt.2.70, etc.; hook of a spindle, Pl.R.616c; surgical instrument, Philum.Ven.2.6, Cael. Aur.TP5.1; generally, hook, D.C.60.35.
German (Pape)
[Seite 15] τό, Angelhaken, γναμπτά, Od. 4, 369. 12, 332; – γυρόν Philip. 22 (VI, 39); καθιέναι Plut. Symp. 8, 8, 3; übh. Haken, z. B. an der Spindel, Plat. Rep. X, 616 c. Uebertr. ἄγκ. σαρκοφαγίας ἐκβάλλειν Plut. de esu carn. 2, 1; ὁ πόνος ἄγκιστρα καὶ ῥίζας διασπείρων καὶ συμπλεκόμενος σαρκί Non posse 3 M.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγκιστρον: τό, (ἄγκος), ἀγκίστριον πρὸς ἄγραν ἰχθύων, Ὀδ. Δ. 369, Ἡρόδ. 2. 70, κτλ.· τὸ ἄγκιστρον ἀτράκτου· Πλάτ. Πολ. 616C.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
crochet d’hameçon, hameçon.
Étymologie: ἄγκος.
English (Autenrieth)
English (Abbott-Smith)
ἄγκιστρον, -ου, τό (< ἄγκος, a bend), [in LXX חַכָּה, etc.;]
a fish-hook: Mt 17:27. †
English (Strong)
from the same as ἀγκάλη; a hook (as bent): hook.
English (Thayer)
τό (from an unused ἀγκίζω to angle (see the preceding word)), a fish-hook: Matthew 17:27.
Greek Monotonic
ἄγκιστρον: τὸ (ἄγκος),
1. αγκίστρι για ψάρεμα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. αγκίστρι ατράκτου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄγκιστρον: τό
1) рыболовный крючок Hom., Her., Arst., Plut.;
2) крюк (sc. τῆς ἠλακάτης Plat.; ἀγκύπας Plut.).
Middle Liddell
ἄγκος
1. a fish-hook, Od., Hdt., etc.
2. the hook of a spindle, Plat.