έννοια

From LSJ
Revision as of 12:20, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

(I)
η (AM ἔννοια) εννοώ
1. η αντίληψη, η σύλληψη με τον νου του περιεχομένου ενός συγκεκριμένου ή αφηρημένου πράγματος, η ιδέα που σχηματίζεται στον νου για ένα πράγμα («η έννοια του ανθρώπου»
«τοῦ καλοῡ ἔννοιαν ἔχειν», Αριστοτ.)
2. (λογ. και ψυχολ.) η καθολική εικόνα ή παράσταση που περιλαμβάνει τα κύρια γνωρίσματα ενός ή περισσότερων αντικειμένων με τα οποία εκφράζεται η ουσία τών αντικειμένων αυτών
3. σημασία, ερμηνεία, νόημα φράσεως ή λέξεως
νεοελλ.
(για κατάσταση, έκφραση, ιδιότητα, γεγονός) το πραγματικό, ακριβές νόημα («η έννοια της ελευθερίας δεν είναι αντίθετη στη νομιμοφροσύνη»)
μσν.- νεοελλ.
σπουδαιότητα, σημασία («η έννοια του διαβήματος είναι σημαντική»)
αρχ.
1. σκέψη, διαλογισμόςἔννοια συντονία διανοίας», Πλάτ.)
2. αυτό που σχεδίασε κάποιος να κάνει ή να υποστεί («Ἥρας δὲ τὴν ἔννοιαν ἐν ταυτῷ μένειν», Ευρ.)
3. (ειδ.) (για διαθήκη) η πρόθεση του διαθέτη
4. βάσιμη κρίση, έλλογη εκτίμηση, σωστή αντίληψη
5. (ρητορ.) σκέψη που διατυπώνεται με λόγια.
(II)
η (Μ ἔννοια)
βλ. έγνοια.