ἀκταῖος
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
α, ον, (ἀκτή A)
A on the shore or coast, epith. of cities in Aeolis, Th.4.52: Ἀκταία (sc. γῆ), ἡ, old name of Attica, = ἀκτή (A) 1.2, Call. Fr.348, Paus.1.2.6. 2 dwelling on the coast, belonging thereto, ἰχθύες Hp.Aff.52; θεοί Orph.A.342; βάτραχοι Babr.25.6.
German (Pape)
[Seite 86] (ἀκτή), am Gestade gelegen; θίς, Dünen am Ufer, Bian. 2 (IX, 227); σπιλάδες Opp. H. 2, 127; πόλεις, Philostr.; ἐπωφελίη Qu. Maec. 7 (VI, 33), Hülfe, die Priap den Fischern am Ufer geleistet; θεοί Orph. Arg. 342. Daher kommt ἀκταία, der alte Name von Attika.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκταῖος: -α, -ον, (ἀκτή) ἐπὶ τῆς ἀκτῆς ἢ παραλίας, ὡς ἐπίθ. τῶν Ἰωνικῶν πόλεων, Θουκ. 4. 52· οὕτως Ἀκταία (ἐνν. γῆ), ἡ, παλαιὸν ὄνομα τῆς Ἀττικῆς = ἀκτὴ (Α), Ι, 2, Καλλ. Ἀπόσπ. 348. 2) κατοικεῖν παρὰ τὴν θάλασσαν, ἀνήκειν εἰς τὴν παραλίαν, θεοί, Ὀρφ. Ἀργ. 342· βάτραχοι, Βαβρ. 25, 6· πρβλ. Hicks Inscr. ἀρ. 47 (ο).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 situé sur le rivage;
2 qui vit près du bord (grenouille).
Étymologie: ἀκτή².
Greek Monolingual
ἀκταῑος, -α, -ον (Α) (κυρίως ως επίθ. τών μικρασιατικών πόλεων που βρίσκονταν απέναντι από τη Λέσβο
πρβλ. Θουκυδ. 1, 52)
1. παράλιος, παραθαλάσσιος
2. αυτός που κατοικεί ή ανήκει στην παραλία, στην ακτή
3. ἡ Ἀκταία γῆ, παλιά ονομασία της Αττικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτή (Ι).
ΠΑΡ. αρχ. ἀκταία.
Greek Monotonic
ἀκταῖος: -α, -ον (ἀκτή),
1. παραλιακός, λέγεται για τις Ιωνικές πόλεις, σε Θουκ.· ομοίως και, Ἀκταία (ενν. γῆ), ἡ, παράλια γη, παλαιό όνομα της Αττικής, στον ιδ.
2. αυτοί που ζουν, έχουν το λημέρι τους στην θάλασσα, βάτραχοι, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκταῖος: береговой, прибрежный, приморский (πόλεις Thuc.; θίς Anth.): ἀκταία ἐπωφελία Anth. подаваемая с берега или на берегу помощь (рыбакам).
Middle Liddell
ἀκτή
1. on the coast, of Ionian cities, Thuc.: so, Ἀκταία (sc. γῆ), coast-land, an old name of Attica, Thuc.
2. haunting the coast, βάτραχοι Babr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκταῖος -α -ον [2. ἀκτή die hoort bij de kust, kust-, van vissen die dichtbij de kust leven. Hp. ; πόλεις τὰς Ἀκταίας καλουμένας de zogenaamde ‘Kuststeden’ Thuc. 4.52.3.