ἀποχή
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
ἡ, (ἀπέχω)
A distance, Phld.Rh.1.168S., Ptol.Geog.1.11.2, al. II abstinence, Phld.Ind.Sto.67, cf. Piet.36, Arr.Epict.2.15.5; ἀ. τροφῆς Plu.Demetr.38; ἐμψύχων Porph.Abst.tit. III receipt, quittance, PTeb.11.14(ii B. C.), BGU1116.41(i B. C.), AP11.233 (Lucill.), Ulp. ap. Dig.46.4.19, etc.: metaph., ἡ τελευταία ἀ., title of work by Zos.Alch.p.239B.
German (Pape)
[Seite 336] (ἀπέχω), ἡ, 1) der Abstand, Ptolem – 2) Quittung (wodurch man nach Zahlung der Schuld die Schuldverschreibung zurück erhält), Sp., vgl. Lucill. 105 (XI, 233). – 3) Enthaltsamkeit, Plut. Dem. 38; Epict.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχή: ἡ, (ἀπέχω) ἀπόστασις, διάστημα, ἐξ ἀποχῆς αὐτάρκους Πτολεμ. Γεωργ. 1. 1, 4. ΙΙ. τὸ ἀπέχεσθαί τινος, ἀποχή, ἐγκράτεια, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 15, 5· ἀπ. τροφῆς Πλουτ. Δημήτρ. 38. ΙΙΙ. ἀπόδειξις ἐξοφλήσεως, ἐξόφλησις, Φαῖδρος ἔγραψε λαβὼν εἰκονικὴν ἀποχὴν Ἀνθ. Π. 11. 233, Οὐλπιαν.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
abstinence.
Étymologie: ἀπέχω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 distancia ἐπὶ τῶν μειζόνων ἀποχῶν Ptol.Geog.1.11.2
•fig. τὸ ὀλίγην ἔχον ἀποχὴν οὐχ ὁρῶν τὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν διαφοράν Phld.Rh.1.168
•astr. elongación κίνημα τῆς ἀποχῆς Ptol.Alm.6.2 (p.462).
2 abstinencia gener. c. gen. τροφῆς Plu.Demetr.38, cf. Arr.Epict.2.15.5, ἀποχὴν καὶ ἡσυχίαν ἐπαινοῦντες Aristid.Quint.115.21, cf. M.Ant.1.16, περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων Porph.Abst.tít., cf. Sent.32, οἴνου καὶ κρεῶν Clem.Al.Strom.3.6.53, τῶν εἰδωλοθύτων Origenes Cels.8.31, τῶν βρωμάτων Basil.M.30.180C
•distanciamiento, rechazo τῆς χάριτος Cyr.H.Catech.6.28.
3 recibo, cuenta Φαῖδρος ἔγραφε λαβὼν εἰκονικὴν ἀποχήν AP 11.233 (Lucill.), cf. Vlp. en Dig.46.4.19
•fig. ἡ τελευταία ἀ. Zos.Alch.tít.239.2
•muy frec. en pap. recibo con el doble sent. de recepción o de documento τὸ σύνβολον τῆς ἀποχῆς PCair.Zen.144.3 (III a.C.), συγγραφὴ ἀποχῆς τῶν ... δραχμῶν PGurob 7.4 (III a.C.), ὁμολ(ογία) ... ἀποχῆ(ς) φερνῆ(ς) (δραχμῶν) PMich.Teb.121ue.2.8 (I d.C.), ἐξαμάρτυρος BGU 260.7 (I d.C.), PHaw.303.20 (II d.C.), τὰς συνήθεις ἀποχάς PMich.604.21 (III d.C.), σίτου PN.York 4a.30 (IV d.C.), ἀποχῶν ἀντίγραφα PCair.Isidor.13.27 (IV d.C.), cf. PYale 49.13 (III a.C.), PWisc.1.25 (II d.C.), POxy.1130.19 (V d.C.).
4 plenitud ἀποχή· <πλήρωσις> Hsch.
Greek Monolingual
κ. -χα, η κ. -χι, το (Μ ἀπόχη)
σύνεργο ψαρικής, δίχτυ αφρού που αποτελείται από ένα σάκο, στο άνοιγμα του οποίου είναι στερεωμένη μια μεταλλική ή ξύλινη στεφάνη.
η (AM ἀποχή) απέχω
το να απέχει κανείς από κάτι, η άρνηση να κάνει κάτι ή να μετάσχει σε κάτι
2. η εγκράτεια
αρχ.
1. διάστημα, απόσταση
2. εξοφλητική απόδειξη.
Greek Monotonic
ἀποχή: ἡ (ἀπέχω)·
I. αποχή, εγκράτεια, σε Πλούτ.
II. εξοφλητική απόδειξη, εξόφληση, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποχή: ἡ
1) воздержание (τροφῆς Plut.);
2) расписка в получении (ἀποχὴν γράψαι Anth.).
Middle Liddell
ἀπέχω
I. abstinence, Plut.
II. a receipt, quittance, Anth.