καῖρος
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
English (LSJ)
ὁ (on the accent v. Eust.907.13),
A row of thrums in the loom, to which the threads of the warp are attached, ravel, Ael. Dion.Fr.400, Phot.:—hence καιρ-όω, make fast these threads:
German (Pape)
[Seite 1296] ὁ, die Schnüre am Webstuhl, welche die Fäden der Kette oder des Aufzuges parallel neben einander befestigen u. verhindern, daß sie unter einander gerathen, Eust. Vgl. καιρόω.
Greek (Liddell-Scott)
καῖρος: (Α), ὁ «καῖρος δέ φασι καίρωμα, τὸ διάπλεγμα, ὃ οὐκ ἐᾷ τοὺς στήμονας συγχέεσθαι» (Εὐστ. 1571. 57), κοινῶς «μιτάρι» ἢ τὰ λεπτὰ σχοινία τῶν ἀντίων ὅπου δένονται αἱ ἄκραι τοῦ στήμονος: - ἐντεῦθεν «καιρῶσαι, (καιρόω) συνδῆσαι τὸν στήμονα», καὶ καίρωσις, εως, ἡ, ἡ σύνδεσις τοῦ στήμονος, Πολυδ. Ζ΄, 33· καίρωμα, Καλλ. Ἀποσπ. 295· καιρωστρὶς ἢ καιρωστίς, ίδος, ἡ ὑφάντρια, αὐτόθι 356. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καιρωτρίδες· ἐργαστρίδες. ὑφαστρίδες», πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 257, ἴδε καὶ τὴν λέξ. καιροσέων.
Greek Monolingual
καῑρος, ὁ (Α)
1. τα λεπτά σχοινιά στο αντί του αργαλειού όπου δένονται τα άκρα του στημονιού
2. το διάπλεγμα που δεν αφήνει τους στήμονες να μπλέκονται, το μιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. sari-kc «ταινία, σχοινί» και sard «αράχνη», οπότε θα αναχθεί σε ΙΕ ρίζα ker- «σχοινί, κλωστή υφάσματος». Ασχέτως της προελεύσεώς του, η έννοια του «σημείου προσδέσεως», του «κόμβου», τών σχοινιών του αργαλειού οδήγησε στην άποψη ότι η λ. καιρός προέρχεται από το καῖρος με καταβιβασμό του τόνου και μεταφορική σημ. «χρονικός κόμβος», «ακριβές χρονικό σημείο».
ΠΑΡ. αρχ. καιρία, καιρώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. καιροδαπιστής, καιροσπάθητος.
Greek Monotonic
καῖρος: (Α), ὁ, η σειρά των λεπτών σχοινιών των αντίων του αργαλειού (ή αλλιώς μιτάρι), εκεί που δένονται οι άκρες των κλωστών του κουβαριού, Λατ. licia.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: row of thrumbs (on the loom), to which the threads of the warp are attached (Ael. Dion. Fr. 440, Phot. 304, EM); exact construction unknown.
Derivatives: - καίρωσις (Poll. 7, 33, H.), after H. = τοῦ στήμονος οἱ σύνδεσμοι, collective abstract from *καιρόω provide with καῖροι; καίρωμα = καῖρος (Ael. Dion. l. c.) Chantraine Formation 187), also texture (Call. Fr. 295); καιρωτίδες (-ωστ(ρ)ίδες) weaver (Call. Fr. 356, H., Suid.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: - Note καιροσέων adjunct of ὀθονέων (η 107) for καιρουσσέων (on the explanation Wackernagel Unt. 84f. against Kretschmer, who Glotta 13, 249 sticks to his interpretation), gen. pl. of καιρόεσσα, m. καιρόεις prop. provided with καῖροι; exact meaning uncartain. - On καιρία, mostly κειρία (-η-, -ι-) s. v. Technical expression of unclear meaning, so etymologically difficult. Acc. to H. Petersson (s. Pok. 577f.) to Arm. sari-k', pl. gen. sareac̣ sling, rope, sard, instr. sardi-w spider. Albanian combination (to thur twine, weave etc. [?]) in Cimochowski Ling. Posn. 5, 194.
Middle Liddell
the row of thrums in the loom, to which the threads of the warp are attached, Lat. licia.
Frisk Etymology German
καῖρος: {kaĩros}
Meaning: Ben. einer Schnur od. Schlinge, durch die die Kettenfäden hindurchgesteckt und am Kettenstab befestigt wurden (Ael. Dion. Fr. 440, Phot. 304, EM); nähere Konstruktion unbekannt.
Derivative: Davon καίρωσις (Poll. 7, 33, H.), nach H. = τοῦ στήμονος οἱ σύνδεσμοι, kollektive Abstraktbildung von *καιρόω mit καῖροι ausrüsten, am Kettenstab anbinden; καίρωμα = καῖρος (Ael. Dion. l. c.), wohl nur daraus erweitert (Chantraine Formation 187), auch Gewebe (Kall. Fr. 295); καιρωτίδες (-ωστ(ρ)ίδες) Weberinnen (Kall. Fr. 356, H., Suid.).
Etymology : Besonders zu bemerken καιροσέων Beiwort von ὀθονέων (η 107) für καιρουσσέων (zur Erklärung Wackernagel Unt. 84f. gegen Kretschmer, der Glotta 13, 249 an seiner Auffassung festhält), Gen. pl. von καιρόεσσα, m. καιρόεις eig. mit καῖροι versehen; nähere Bed. unsicher. — Zu καιρία, gew. κειρία (-η-, -ι-) s. bes. Technischer Ausdruck unklarer Bedeutung, mithin etymologisch schwierig zu beurteilen. Nach H. Petersson (s. WP. 1, 409, Pok. 577f.) zu arm. sari-k‘, pl. Gen. sareac̣ Band, Schnur, sard, Instr. sardi-w Spinne. Über das daselbst herangezogene aind. śr̥ṅkhalā Kette, Fessel s. Kuiper Proto-Munda Words in Sanskrit 122f. Albanische Kombination (zu thur flechten, weben, umzäunen [?]) bei Cimochowski Ling. Posn. 5, 194.
Page 1,756