ήσκιος

From LSJ
Revision as of 22:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

ο
1. η σκιά, το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια σε αντίθετη διεύθυνση από αυτήν που φωτίζεται
2. συνεκδ. ο σκιαζόμενος τόπος, το ήσκιωμα
3. μτφ. είδωλο φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν υλική υπόστασηήσκιος της αγάπης»)
4. σκιώδης ύπαρξη, υπερφυσικό ον, φάντασμα, αερικό
5. αόριστη, ακαθόριστη, νεφελώδης επιδίωξη, το ονειροπόλημα.
6. το φάντασμα της ψυχής πεθαμένου («ήσκιοι τριγυρνούν τη νύχτα στα χαλάσματα»)
7. μτφ. η ψυχική δύναμη που υπάρχει σε κάθε άτομο και επιδρά θετικά ή αρνητικά στη διάθεση ή στην τύχη άλλων ατόμων («αυτός ο άνθρωπος έχει κακό ήσκιο»)
8. το εφιαλτικό όνειρο, ο βραχνάςυποφέρω τη νύχτα από ήσκιους»)
9. φρ. «τρέμει τον ήσκιο του» — είναι υπερβολικά δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. σκιά- το η- από την επίδραση του ήλιος. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από το ήσκια (< η σκιά, οπότε είναι σύνθετο εκ συναρπαγής) με επίδραση πάλι του ήλιος. Η γραφή της λ. με ι-(ίσκιος) δεν δικαιολογείται ετυμολογικώς.
ΠΑΡ. νεοελλ. ησκιάδα, ησκιάζω, ησκιερός, ησκιώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. ησκιογλιστρώ, ησκιολούλουδο, ησκιόραμα, ησκιόφως, ησκιόφωτο].