θυρωρός

From LSJ
Revision as of 13:42, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠρωρός Medium diacritics: θυρωρός Low diacritics: θυρωρός Capitals: ΘΥΡΩΡΟΣ
Transliteration A: thyrōrós Transliteration B: thyrōros Transliteration C: thyroros Beta Code: qurwro/s

English (LSJ)

Cypr. θυραϝωρός dub. in Inscr.Cypr. 215H., Ep. θυραωρός (q.v.), ὁ, ἡ:—

   A door-keeper, porter, Sapph.98, Hdt.1.120, A.Ch.565, Pl.Phlb.62c, Ev.Marc.13.34, BGU1061.10 (i A.D.), Luc.Vit.Auct.7, etc.:—also θυρουρός PCair.Zen.292.76 (iii B.C.), PRyl.136.6 (i A.D.), IG3.1137 (ii A.D.), PFlor.71.380 (iv A.D.). (From θυρα-hoρϝος, cf. οὖρος, ἐρύω (B): connected with ὠρέω by Corn. ND1.)

German (Pape)

[Seite 1228] ὁ, Thürhüter; Aesch. Ch. 558; Her. 1, 120; Plat. Phil. 62 c; Sp., wie Ant. Th. 2 (V, 30). – Auch ἡ, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

θῠρωρός: ὁ, ἡ, (ὤρα ἢ οὖρος) φύλαξ τῆς θύρας, Λατ. janitor, Σαπφὼ 99, Ἡρόδ. 1. 120, Αἰσχύλ. Χο. 565, Πλάτ., κλ.· πρβλ. πυλωρός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ ou ἡ)
portier, portière.
Étymologie: θύρα, ὤρα.

English (Strong)

from θύρα and ouros (a watcher); a gate- warden: that kept the door, porter.

English (Thayer)

θυρωρου, ὁ, ἡ (from θύρα, and ὥρα care; cf. ἀκρυωρος, πυλωρός, τιμωρός; cf. Curtius, § 501, cf. p. 101; (Vanicek, p. 900; Allen in American Journ. of Philol. i., p. 129)), a doorkeeper, porter; male or female janitor: masculine, Sappho), Aeschylus, Herodotus, Xenophon, Plato, Aristotle, Josephus, others; the Sept..)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θυραωρός και θυρουρός)
ο φύλακας της θύρας, της εισόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρ(α)-ωρός < θύρα + -ωρος, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ορώ ως β' συνθετικό (< -Fορός, με σίγηση του -F- και με ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. θε-ωρός, πυλ-ωρός].

Greek Monotonic

θῠρωρός: Επικ. θυραωρός, ὁ, ἡ (ὤρα ή οὖρος), φύλακας της πόρτας, θυρωρός, πορτιέρης, Λατ. janitor, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

θῠρωρός: эп. θῠραωρός ὁ и ἡ привратник, привратница Hom., Her., Aesch., Plat., Arst., NT.

Frisk Etymological English

Meaning: door-waiter
See also: s. θύρα and ὁράω.

Middle Liddell

θῠρ-ωρός, ὁ, [ὤρα or οὖρος
a door-keeper, porter, Lat. janitor, Hdt., attic

Frisk Etymology German

θυρωρός: {thurōrós}
Meaning: Türhüter
See also: s. θύρα und ὁράω.
Page 1,697

Chinese

原文音譯:qurwrÒj 替而-哦羅士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:門-看見(者)
字義溯源:看門的;由(θύρα)*=門)與(Οὐρίας)X*=看管)組成
出現次數:總共(4);可(1);約(3)
譯字彙編
1) 看門的(3) 可13:34; 約10:3; 約18:16;
2) 看門(1) 約18:17