δείκηλον

From LSJ
Revision as of 18:24, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δείκηλον Medium diacritics: δείκηλον Low diacritics: δείκηλον Capitals: ΔΕΙΚΗΛΟΝ
Transliteration A: deíkēlon Transliteration B: deikēlon Transliteration C: deikilon Beta Code: dei/khlon

English (LSJ)

τό,

   A representation, exhibition, παθέων Hdt.2.171.    II reflection, image, A.R.1.746; phantom, Id.4.1672 (pl.).    2 sculptured figure, IG14.1301, Lyc.1179(pl.), J.BJ2.10.4, Porph. ap. Eus. PE3.9.

German (Pape)

[Seite 536] τό, die Darstellung. Her. 2, 171 τῶν παθέων; das Bild, Bildsäule, Ap. Rh. 4, 1672 u. Sp.; VLL. μιμήματα, εἰκάσματα.

Greek (Liddell-Scott)

δείκηλον: τό, (ἴδε ἐν λ. ἔοικα) παράστασις, ἐπίδειξις, ἔκθεσις, Ἡρόδ. 2. 171, ἔνθα ἴδε Creuzer παρὰ B ähr.· ὡσαύτως δείκελον, Ἀνθ. Π. 9. 153. ΙΙ. τὸ ἐπὶ ἀσπίδος σημεῖονπαράστασις, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 746· εἰκὼν γεγλυμμένη, ὁμοίωμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 6272.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
représentation, spectacle, particul. spectacle mimé.
Étymologie: δείκνυμι.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Grafía: graf. δίκ- IUrb.Rom.1638 (imper.), Hsch.
1 representación, escenificación τὰ δείκηλα τῶν παθέων αὐτοῦ ... ποιεῦσι, τὰ καλέουσι μυστήρια Αἰγύπτιοι Hdt.2.171.
2 alucinación (Μήδεια) ἐκ δ' ἀίδηλα δείκηλα προΐαλλεν A.R.4.1672
representación conceptual ἀνθρωπόμορφον τοῦ Διὸς τὸ δ. πεποιήκασιν Porph. en Eus.PE 3.9.5.
3 imagen χαλκείῃ δ. ἐν ἀσπίδι φαίνετ' ἰδέσθαι A.R.1.746
esp. estatua ἐν τῇ πόλει δείκηλον τίθεσθαι I.BI 2.170, ὡς οὐδὲ θεοῦ τι δ., οὐχ' ὅπως ἀνδρός I.BI 2.195, Ἄρηος Orác. en SEG 41.1411.3 (Siedra II d.C.), cf. Orác. en IAMM p.96 (Iconion II d.C.), δείκηλα ... ἀργύρῳ ἀσκηθέντα Orác. en ZPE 7.1971.198 (Dídima III d.C.), δείκηλα μὴ σέβουσι λαμπαδουχίαις Lyc.1179, de anim. IUrb.Rom.l.c., cf. Hsch., Zonar.127.30C., cf. δείκελον.

• Etimología: Deriv. de *deik- ‘mostrar’, cf. δείκνυμι.

Greek Monolingual

δείκηλον και δείκελον, το (Α)
1. αναπαράσταση, παρουσίαση
2. ομοίωμα, εικόνα
3. φάντασμα
4. ανάγλυφο, γλυπτή μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλεκτικό τ. που ανάγεται ετυμολογικά σε θ. δεικ- του δείκνυμι και στο επίθημα -ηλος. Η λ. δείκελον είναι παράλληλος τ. του δείκηλον.

Greek Monotonic

δείκηλον: τό, αναπαράσταση, επίδειξη, έκθεση, σε Ηρόδ.· επίσης δείκελον, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δείκηλον: τό мимическое представление, пантомима (τὰ δείκηλα τῶν παθέων, τὰ καλεῦσι μυστήρια Αἰγύπτιοι Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δείκηλον -ου, τό [δείκνυμι] voorstelling:. τὰ δείκηλα τῶν παθέων αὐτοῦ νυκτὸς ποιεῦσι ’s nachts houden zij voorstellingen van zijn (Osiris) lotgevallen Hdt. 2.171.1.

Middle Liddell

a representation, exhibition, Hdt.