μετεωρισμός

From LSJ
Revision as of 17:17, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωρισμός Medium diacritics: μετεωρισμός Low diacritics: μετεωρισμός Capitals: ΜΕΤΕΩΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: meteōrismós Transliteration B: meteōrismos Transliteration C: meteorismos Beta Code: metewrismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = μετεώρισις 1, Hp.Prog.9 (pl.); τῶν ποδῶν Arist.IA711b23; τοῦ ὅλου σώματος ib.713a23; rising to the surface, of roots, Thphr.CP1.3.5.    II being raised up: hence, swelling, Hp.Art.50.    2 μ. γνώμης mental trouble or disturbance, Id.Acut. (Sp.) 14 (γνώμης is prob. interpol.), cf. Vett.Val.185.20 (pl.); wild thinking, vain imagining, Metrod.Herc.831.4, 12 (pl.).    3 delay, procrastination, PMasp.32.55 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 159] ὁ, Erhebung, u. übertr., Erhebung der Seele durch Hoffnung, Muth, Stolz u. vgl. , Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωρισμός: -οῦ, ὁ, τὸ μετεωρίζειν, τῶν ποδῶν Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 12, 10, πρβλ. 15, 9. ΙΙ. σήκωμα, ἐλαφρὸν ἐν τοῖς μ. Ἱππ. Προγν. 39· οἴδησις, φούσκωμα, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 818. 2) ἔπαρσις, φύσημα τῆς διανοίας, ὑπερηφανία, μ. γνώμης ὁ αὐτ. ἐν 398. 47· - ὡσαύτως μετεώρισμα, τό, Ἡσύχ. ἐν λέξ. φρύαγμα.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μετεωρισμός) μετεωρίζω
1. μετεώριση, ανύψωση («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», Αριστοτ.)
2. οίδημα, φούσκωμα
νεοελλ.
ιατρ. διόγκωση του κοιλιακού χώρου που οφείλεται στην παρουσία μεγάλου όγκου αερίων στον στόμαχο ή στο έντερο
μσν.
1. αστεϊσμός, πείραγμα
2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση
3. αναβολή, αργοπορία, χρονοτριβή
αρχ.
1. έπαρση, υπερηφάνεια
2. εκδήλωση θεϊκής οργής («ἐπ' ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ θυμός σου καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμοὺς σου ἐπήγαγες ἐπ' ἐμέ», ΠΔ)
3. η άνοδος και η έξοδος της ρίζας φυτού στην επιφάνεια της γης.

Russian (Dvoretsky)

μετεωρισμός: ὁ Arst. = μετεώρισις.