γωνιασμός

From LSJ
Revision as of 17:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωνιασμός Medium diacritics: γωνιασμός Low diacritics: γωνιασμός Capitals: ΓΩΝΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: gōniasmós Transliteration B: gōniasmos Transliteration C: goniasmos Beta Code: gwniasmo/s

English (LSJ)

ὁ,    A squaring off corners, Lys.Fr.61; name of a proposition in geometry, Hsch.: metaph., ἐπῶν γὠνιασμοί finishing of verses by square and rule, Ar.Ra.956.

German (Pape)

[Seite 512] ὁ, das Richten, Abmessen, nach dem Winkelmaaß, übertr., ἐπῶν Ar. Ran. 956.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιασμός: ὁ, ῥύθμισις πρὸς τὸ γωνιόμετρον, Λυσ. (Ἀποσπ. 38) παρ’ Ἁρπ. ἐν λ.· μεταφ., ἐπῶν γωνιασμοί, ἡ ἀποτέλεσις τῶν στίχων διὰ γωνίας καὶ μέτρου, ἤτοι ὑπεράγαν τεχνηέντως, Ἀριστοφ. Βατρ. 956.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de mesurer au moyen de l’équerre ; fig. action de mesurer (des vers) à l’équerre.
Étymologie: γωνία.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
medición a escuadra Lys.Fr.15.1, def. como τοίχων συμβολὴ ἐγγώνιος Hsch.
fig. ἐπῶν ... γωνιασμοί terminación a escuadra (e.e. forzada) de los versos Ar.Ra.956.

Greek Monolingual

ο (AM γωνιασμός) γωνιάζω
το γωνίασμα
αρχ.
φρ. «ἐπῶν γωνιασμοί» — υπερβολικά εξεζητημένοι στίχοι.

Greek Monotonic

γωνιασμός: ὁ, η ρύθμιση προς το γωνιόμετρο· ἐπῶν γωνιασμοί, το τελείωμα των στίχων με πολύ μεγάλη τέχνη (με γωνία και μέτρο), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

γωνιασμός: ὁ досл. измерение посредством угольника, перен. ирон. сверхтщательная отделка (ἐπῶν γωνιασμοί Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γωνιασμός -οῦ, ὁ [γωνιάζω] hoekig maken; overdr. van verzen in poëzie.

Middle Liddell

[from γωνία
a squaring the angles: ἐπῶν γωνιασμοί the finishing of verses by square and rule, Ar.