κανονικός
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ή, όν, (κανών)
A of or belonging to a rule, ἀρχή A.D.Adv. 141.29; regular, according to rule, διαφοραί Gal.7.417; ἀναλογία Eust. 113.40, etc. Adv -κῶς Artem.1.1a. 2 connected with assessment (cf. κανών 11.6), PMasp.131.13 (vi A. D.). II ἡ -κή (sc. τέχνη) the mathematical theory of music (Pythag., cf. Ptolemaisap.Porph.in Harm.p.207), based on the division of the monochord (cf. κανών 1.10), Gell.16.18; κ. θεωρία, τέχνη, Ph.1.22, Procl.in Euc.p.40F. 2 belonging to an astronomical table, Vett.Val.141.14; κανονικοί, οἱ, constructors of such tables, Cleom.2.6. 3 κανονικόν, τό, the equivalent of Logic in Epicurean philosophy, D.L.10.30: pl., τὰ κ. S.E.M.7.22; title of work by Antiochus, ib.201; ὁ κ. λόγος dub. in Phld.Ir. p.65W.
German (Pape)
[Seite 1321] nach der Richtschnur, Regel gemacht, regelmäßig; bei den Gramm. ἀναλογία κανονική, Eust.; τέχνη, die theoretische Musik, welche die Töne auf der Tonleiter nach den verschiedenen Harmonien abmißt; οἱ κανονικοί, die theoretischen Musiker, Procl. in Euclid.; vgl. Gell. 16, 18. – Bei D. L. 10, 30 heißt ein Theil der Philosophie τὸ κανονικόν, neben τὸ φυσικόν u. τὸ ἠθικόν, die Logik, die den Kanon des Denkens festsetzt; vgl. S. Emp. adv. math. 7, 22. – Adv., bei Sp. – Bei K. S. = kanonisch.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνονικός: -ή, -όν, (κανὼν) σύμφωνος τῷ κανόνι, κατὰ τὸν κανόνα, Εὐστάθ. 113. 40, κλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀρτεμίδ. προίμ. ἐν τέλ. ΙΙ. ἡ κανονικὴ (δηλ. τέχνη), θεωρητικὴ μουσική, καθ’ ἣν οἱ φθόγγοι τῆς κλίμακος μετροῦνται κατὰ τὰς διαφόρους ἁρμονίας, Γέλλ. 16. 18, Εὐκλ. κλ.· - οἱ κανονικοί, θεωρητικοὶ μουσικοί, ἐπὶ τῶν Πυθαγορείων, Πρόκλ. ΙΙΙ. τὸ κανονικόν, Ἐπικούρειον ὄνομα τῆς Λογικῆς, Διογ. Λ. 10. 29. ΙV. κατὰ τοὺς κανόνας ἢ ἀποβλέπων τοὺς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, Ὠριγέν. ΙΙ. 83Λ· κανονικὰ βιβλία, τὰ κανονικὰ βιβλία τῆς Γραφῆς, Σύνοδ. Λαοδ. 59, 41· κανονικὰ γράμματα Σύνοδ. Ἀντιοχ. 8· ἐπιστολαὶ Βασιλ. ΙV. 664B, 836O, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. 221Β, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 89Λ. 2) κανονικός, ἀνήκων εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἐκκλησίας ἐν ταῖς ἱεροτελεστίαις, κ. ψάλτης Σύνοδ. Λαοδ. 15. 3) γνώστης τῶν κανόνων τῆς ἐκκλησίας, Βασίλ. IV. 664C.V. ὡς οὐσιαστ., α) λογιστής, Κλεομήδ. 96, 31. β) κληρικός, ἐν τῷ πληθ., Βασίλ. ΙΙΙ. 1318Β, Κύριλλ. Ἱερ. Προκατ. 4. γ) κανονική, (ἐξυπ. παρθένος) παρθένος ἀφιερωμένη εἰς τὴν διακονίαν τοῦ ναοῦ, Βασίλ. IV. 392Β, 618Β, 673Β, Μακάρ. 704D, Xρυσ. I. 248D, Νεῖλ. 217C, κλ.
Greek Monolingual
ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM κανονικός, -ή, -όν) κανών
1. αυτός που γίνεται σύμφωνα με ορισμένο κανόνα, ο ομαλός
2. εκκλ. α) αυτός που αναφέρεται στους εκλησιαστικούς κανόνες ή συμφωνεί με τα δόγματα της εκκλησίας
β) το αρσ. ως ουσ. ο κανονικός
αυτός που ανήκει στην υπηρεσία της Εκκλησίας, ο κληρικός
γ) το θηλ. ως ουσ. η κανονική
παρθένος που είναι αφιερωμένη στην υπηρεσία της Εκκλησίας, χωρίς όμως να καρεί μοναχή
δ) φρ. i) «κανονικά βιβλία» — τα βιβλία της Αγίας Γραφής που έχουν αναγνωριστεί από την Εκκλησία ως γνήσια και θεόπνευστα σε αντιδιαστολή με τα απόκρυφα
ii) «κανονικά γράμματα» — συστατικές επιστολές που δίνονται από επίσκοπο σε απολυόμενο κληρικό δυνάμει τών οποίων μπορεί αυτός να ιερουργεί σε άλλο εκκλησιαστικό κλίμα, απολυτικές επιστολές
νεοελλ.
1. αυτός που έχει σχηματιστεί ή κατασκευαστεί σύμφωνα με γενικά παραδεδεγμένες αναλογίες, σύμμετρος, φυσιολογικός, αρμονικός («κανονικά χαρακτηριστικά προσώπου»)
2. αυτός που είναι σύμφωνος με τους κανονισμούς και τις ισχύουσες διατάξεις τών νόμων, τακτικός, συνήθης («κανονικές αποδοχές»)
3. (γεωμ.) αυτός που έχει όλες τις πλευρές και τις γωνίες ίσες μεταξύ τους («κανονικό εξάγωνο»)
4. το ουδ. ως ουσ. το κανονικό(ν)
η ιδιότητα του κανονικού, η κανονικότητα
5. φρ. α) «κανονικές επιστήμες» — οι επιστήμες που ερευνούν τα πράγματα βάσει ορισμένων κανόνων, οι δεοντολογικές επιστήμες, όπως είναι, λ.χ., η λογική, η ηθική, η αισθητική κ.ά.
β) «κανονική βαθμίδα»
γλωσσ. βαθμίδα μετάπτωσης, σύμφωνα με ορισμένα συστήματα ταξινόμησης, η οποία αποτελεί υποδιαίρεση της ισχυρής βαθμίδας και περιλαμβάνει δύο τύπους, την απαθή βαθμίδα και την ετεροιωμένη βαθμίδα
γ) «κανονικό δίκαιο» — το δίκαιο που απορρέει από τους ιερούς κανόνες
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το κανονικό(ν)
η ετήσια αντιμισθία που χορηγούσε το χωριό στον ιερέα, ιδίως σε σιτηρά, ή η περιφέρεια στους αρχιερείς, κν. δικονιά, μπατίκι
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται στους αστρονομικούς πίνακες
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ κανονικοί
α) οι θεωρητικοί της μουσικής
β) οι κατασκευαστές αστρονομικών πινάκων
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κανονικόν
(κατά την επικούρεια φιλοσ.) η λογική, επειδή διδάσκει τους κανόνες του διανοείσθαι
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ κανονικός
εκκλ. ο γνώστης τών εκκλησιαστικών κανόνων
5. το θηλ. ως ουσ. ἡ κανονική (ενν. τέχνη)
η θεωρητική μουσική, κατά την οποία οι φθόγγοι ρυθμίζονται βάσει τών διαφόρων αρμονιών.
επίρρ...
κανονικά και κανονικώς (AM κανονικῶς)
με κανονικό τρόπο, σύμφωνα με τον κανόνα, με ορισμένο τρόπο, σύμφωνα με τον κανόνα, με ορισμένο μέτρο
νεοελλ.
1. εύρυθμα, σύμμετρα
2. ομαλά, χωρίς απρόοπτα, χωρίς δυσχέρειες («τα πράγματα εξελίσσονται κανονικά»)
νεοελλ.-μσν.
σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις, με τον σωστό τρόπο
μσν.
σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες.
Russian (Dvoretsky)
κᾰνονικός: соответствующий правилу, закономерный, регулярный Sext.