συναπεχθάνομαι
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
A become an enemy together, Plu.2.96b.
German (Pape)
[Seite 1002] (s. ἐχθάνομαι), mit oder zugleich sich verfeinden, Plut. de am. mult. p. 296.
Greek (Liddell-Scott)
συναπεχθάνομαι: ἀποθ., γίνομαι ὁμοῦ ἐχθρός, Πλούτ. 2. 96Α.
French (Bailly abrégé)
se brouiller ensemble.
Étymologie: σύν, ἀπεχθάνομαι.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
συναπεχθάνομαι: αποθ., εχθρεύομαι κάποιον από κοινού με κάποιον άλλο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συναπεχθάνομαι: вместе или одновременно враждовать, проникаться общей ненавистью Plut.