πρόθεμα

From LSJ
Revision as of 21:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόθεμα Medium diacritics: πρόθεμα Low diacritics: πρόθεμα Capitals: ΠΡΟΘΕΜΑ
Transliteration A: próthema Transliteration B: prothema Transliteration C: prothema Beta Code: pro/qema

English (LSJ)

ατος, τό,    A public notice, Eun.Hist.p.231 D., IG4.364.9 (Corinth, iv A.D.).    II fire-guard or fender, Ph.Bel.77.51, dub. in 67.11.

German (Pape)

[Seite 723] τό, öffentlicher Anschlag u. dadurch bekannt gemachter Befehl, edictum, Sp.; Suid. auch = Unterlage.

Greek (Liddell-Scott)

πρόθεμα: τό, = πρόγραμμα, «ἡ ― τοῦ δικαστοῦ [ἐκ τ]οῦ προθέματος γνώμη» Dittenb. 2422, 10· δήλωσις ἢ διαταγὴ δημοσία, διάταγμα, Εὐάγρ. 2568Α, Μαλαλ. 216, 338. ΙΙ. θεμέλιον, βάσις, Ἀρχ. Μαθ. 67.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, πρόθημα Ν προτίθημι
νεοελλ.
φωνήεν που τίθεται στην αρχή ορισμένων λέξεων, χωρίς να σχετίζεται με το θέμα τους, όπως λ.χ. -μείβω, -νομα, -ρετμός στην αρχαία Ελληνική ή α-μάχη, α-τσίγγανος κ.ά. στη νέα Ελληνική, που αρχίζουν από σύμφωνο ή από συμφωνικό σύμπλεγμα
μσν.-αρχ.
δημόσια ειδοποίηση ή διαταγή, διάταγμα
αρχ.
1. πρόγραμμα·
2. θεμέλιο, βάση, υπόβαθρο
3. πυροστάτης ή προφυλακτήρας για τα βλήματα.