σκαμβός
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
ή, όν,
A crooked, bent, σ. ξύλον οὐδέποτ' ὀρθόν 'there's no straightening a crooked billet', Macar.7.69; of a cow's horns, dub. rest. in PBaden 19.5 (ii A.D.); esp. bent asunder, bow, of the legs, opp. βλαισός, Gp.19.2.1 (Comp.), cf. Gal.14.793, Hippiatr.102: metaph., καρδία σ. LXX Ps.100(101).3.
German (Pape)
[Seite 888] krumm, gebogen, bes. aus einander gebogen, von den Beinen, das lat. varus, Geop. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκαμβός: -ή, -όν, στραβός, κεκαμμένος, «στρεβλὸς» Ἡσύχ., σκ. ξύλον οὐδέποτ’ ὀρθὸν Παροιμιογρ.· μάλιστα δὲ ὁ κεκαμμένος κατ’ ἀναντίαν διεύθυνσιν, ἀντίθετον τῷ βλαισός, Γεωπ. 19. 2, 1· - μεταφορ., σκ. καρδία Ἑβδ. (Ψαλμ. Ρ΄, 4). - Ὁ Ἡσύχ. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει σκαμβάλυξ = σκαμβός, σκαμβάς = πόρνη, σκαμβυξ = σκόλοψ, χάραξ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ
1. κυρτός, στραβός
2. (ιδίως για τα σκέλη) κεκαμμένος με τη γωνία ανοιχτή προς τα μέσα, ραιβός
3. μτφ. ηθικά διεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. που εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (χαρακτηριστικό για τους τ. καθημερινού λεξιλογίου, πρβλ. σκάζω [Ι], σκάπτω) και επίθημα -μβος (πρβλ. τις συγγενείς σημασιολογικά λ. κλα-μβός, κρά-μβος). Το επίθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. σκάζω (Ι) «χωλαίνω» ή με το ρ. κάμπτω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: crooked, bandy-legged (LXX, hell. pap., Gal.),
Derivatives: σκαμβό-πους with crooked feet (Ps.-Archyt.), σκαμβόομαι to curve (Aq.). Further in H.: σκάμβυκες σκόλοπες, χάρακες (as θρῆνυξ a. o.); σκαμβάλυξ σκαμβός, στρεβλός (as if from *σκαμβαλος; cf. βαύκαλος a. o.; ταρβάλυξ, φεψάλυξ a. o.); σκαμβηρίζοντες ὀλισθαίνοντες (: *σκαμβηρός like ὀλισθηρός a. o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)
Etymology: Popular formation with α-vowel and β-suffix like κλαμβός, θραμβός; cf. further σκιμβός, λιμβός, λομβός and several other words not frequently found in literature (Chantraine Form. 260 ff., Schwyzer 496). For such a word one should not look for a straight genealogy. Inside Greek one thinks with Ehrlich Sprachgesch. 15 best of σκάζω (semantic doubts in WP. 2, 539); under non-Greek words Fick 2, 78 f. adduced OIr. camm crooked, Gaul. PN Cambo-dūnum, so that one compares also the family of κάμπτω. Further combinations of varying value in WP. l.c., Pok. 918, W.-Hofmann s. cambiō and campus w. rich lit.; further to it Machek Ling. Posn. 5, 61. -- Cross of σκάζω with the very rare σκιμβός (Sommer Sprachgesch. u. Wortbed. 426) is not probable. -- The word is clearly Pre-Greek (suff. -υκ-, -αλ-); or does Celt. camb- points to a Eur. substratum?
Frisk Etymology German
σκαμβός: {skambós}
Meaning: krumm, krummbeinig (LXX, hell. Pap., Gal. u. a.),
Derivative: σκαμβόπους mit krummen Füßen (Ps.-Archyt.), σκαμβόομαι sich krümmen (Aq.). Dazu bei H.: σκάμβυκες· σκόλοπες, χάρακες (wie θρῆνυξ u. a.); σκαμβάλυξ· σκαμβός, στρεβλός (wie von *σκαμβαλος; vgl. βαύκαλος u. a.; ταρβάλυξ, φεψάλυξ u. a.); σκαμβηρίζοντες· ὀλισθαίνοντες ( : *σκαμβηρός wie ὀλισθηρός u. a.).
Etymology : Volkstümliche Bildung mit α-Vokal und β-Suffix wie κλαμβός, θραμβός; vgl. noch σκιμβός, λιμβός, λομβός und mehrere andere wenig literaturfähige Wörter (Chantraine Form. 260 ff., Schwyzer 496). Bei einem derartigen Wort wäre es müßig, nach einer geraden Genealogie zu forschen. Innerhalb des Griech. denkt man mit Ehrlich Sprachgesch. 15 am ehesten an σκάζω (semantische Bedenken bei WP. 2, 539); unter außergriech. Wörtern wurde von Fick 2, 78 f. air. camm krumm, gall. ON Cambo-dūnum, herangezogen, wodurch auch die Sippe von κάμπτω ins Blickfeld kommt. Weitere Kombinationen von wechselndem Wert bei WP. a. O., Pok. 918, W.-Hofmann s. cambiō und campus m. reicher Lit.; dazu noch Machek Ling. Posn. 5, 61. — Kreuzung von σκάζω mit dem sehr seltenen σκιμβός (Sommer Sprachgesch. u. Wortbed. 426) ist nicht wahrscheinlich.
Page 2,716-717