πιστότης
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
ητος, ἡ, A good faith, honesty, Hdt.7.52, Pl.Lg.630c, etc. 2 πιστότητος ὑμῶν ἕνεκα in order to produce conviction in you, And.1.25.
German (Pape)
[Seite 621] ητος, ἡ, Treue, Redlichkeit, Glaubwürdigkeit; Theogn. bei Plat. Legg. I, 630 c; Her. 7, 52; Andoc. 1, 25; Xen. Hell. 4, 8, 4 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πιστότης: -ητος, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις πιστός, πίστις, τιμιότης, Ἡρόδ. 7. 52, Ἀνδοκ. 4. 30, Πλάτ. Νόμ. 630C, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
fidélité.
Étymologie: πιστός¹.
Greek Monotonic
πιστότης: -ητος, ἡ, καλή πίστη, ειλικρίνεια, τιμιότητα, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
πιστότης: ητος ἡ верность, тж. честность, добросовестность Her., Plat., Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιστότης -ητος, ἡ [πιστός] trouw.
Middle Liddell
πιστότης, ητος, ἡ,
good faith, honesty, Hdt., Plat.