ἀλίγκιος

From LSJ
Revision as of 01:35, 30 October 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ἀ-</b>" to "ἀ-")

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλίγκιος Medium diacritics: ἀλίγκιος Low diacritics: αλίγκιος Capitals: ΑΛΙΓΚΙΟΣ
Transliteration A: alínkios Transliteration B: alinkios Transliteration C: aligkios Beta Code: a)li/gkios

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A resembling, like, ἀ. ἀστέρι καλῳ Il.6.401; ἀ. ἀθανάτοισιν Od.8.174; εἴδεα πᾶσιν ἀ., of paintings, Emp.23.5; σοὶ φυὰν ἀ. B.5.168; ὀνειράτων ἀ. μορφαῖσι A.Pr.449; ἀ. ἡρώεσσιν IG14.1356, cf. Arat.462, A.R.4.966, etc.:—but compd. ἐναλίγκιος is more freq.

German (Pape)

[Seite 96] α, ον, ähnlich, τινί, Hom. zweimal, Il. 6, 401 Od. 8, 174; – Aesch. Pr. 447; öfter bei sp. D.; vgl. ἐναλίγκιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλίγκιος: [ᾰ], -ον, ὁμοιάζων, ὅμοιος· ἀλ. ἀστέρι καλῶ, Ἰλ. Ζ. 401· ἀλ. ἀθανάτοισιν, Ὀδ. Θ. 174· ἀλ. ἡρώεσσιν, Συλλ. Ἐπιγρ. 6235. 3: - ἀλλὰ τὸ σύνθετον ἐναλίγκιος εἶναι συνηθέστερον. - Ἐπ. λέξ. ἀπαντῶσα ἅπαξ παρ᾿ Ἐμπεδ. 138 καὶ Αἰσχύλ. Πρ. 449, ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσιν. (Ἀναμφιβόλου παραγωγῆς: ἴσως συγγενὲς τῷ ἧλιξ, ἡλίκος).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
semblable à, τινι.
Étymologie: cf. ἧλιξ.

English (Autenrieth)

like, resembling.

Spanish (DGE)

-ία, -ιον

• Alolema(s): jón. fem. -ίη D.P.1131

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [-ος, -ον Orph.A.1220]
semejante, parecido, igual c. dat. ἀστέρι καλῷ Il.6.401, ἀθανάτοισιν Od.8.174, εἴδεα πᾶσιν ἀλίγκια Emp.B 23.5, ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφῆσι semejantes a los fantasmas de los sueños A.Pr.449, τά γε κεῖται ἀλίγκια δινωτοῖσι Arat.462, αἰθυίῃσιν A.R.4.966, ἡρώεσσιν IUrb.Rom.1226.3 (III/IV d.C.), οὐδ' ἅπαν εἶδος ἔοικεν ἀλίγκιον D.P.628, c. ac. de rel. σοι φυὰν ἀλιγκία B.5.168.

• Etimología: Suele relacionarse c. aesl. lice ‘rostro’ c. vocal protética o ἀ- < *-.

Greek Monolingual

ἀλίγκιος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με κάτι, όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ποιητική με αβέβαιη ετυμολογία. Η σύνδεση της με το αρχ. σλαβ. lice «μάγουλο, πρόσωπο» φαίνεται αυθαίρετη. Εξάλλου η ακριβής σχέση της λ. ἀλίγκιος με τη συνώνυμή της ἐναλίγκιος (που χρησιμοποιείται συχνότερα) δεν είναι απόλυτα σαφής].

Greek Monotonic

ἀλίγκιος: [ᾰ], -ον, παρόμοιος, όμοιος, σε Όμηρ.· πρβλ. το σύνθ. ἐναλίγκιος. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀλίγκιος: похожий, подобный (τινι Hom., Aesch.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: like, resembling (Il.).
Other forms: More frequent is ἐναλίγκιος.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. One compares OCS lice face, cheek; uncertain. The ἀ- has been interpreted as the zero grade of ἐν- (Schwyzer 433); also Strömberg Greek Prefix Studies 120ff. For the possible function of ἐν- Schwyzer 436. Against Seiler, KZ 7 (1957) 11-16, s. Beekes 1969, 25ff. Note that an IE root cannot have the structure *lein(k)-.

Middle Liddell

[(Deriv. uncertain.)]
resembling, like, Hom.:—cf. the compd. ἐναλίγκιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλίγκιος -ον en -α -ον, lijkend op, gelijk aan, met dat.

Frisk Etymology German

ἀλίγκιος: {alígkios}
Meaning: gleich, ähnlich (ep. poet.).
Etymology : Unerklärt. Der Vergleich mit aksl. lice Gesicht, Wange und anderen slavischen Wörtern (s. Bq) ist willkürlich, vgl. WP. 2, 399. Gewöhnlicher als ἀλίγκιος ist das ebenfalls poetische ἐναλίγκιος, dessen genaues Verhältnis zum "Simplex" sich nicht feststellen läßt; vgl. Strömberg Greek Prefix Studies 120ff.
Page 1,73