ἐπιχθόνιος
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ον, Ep. Adj., (χθών) A upon the earth, earthly, freq. in Hom., as epith. of ἄνθρωποι, ἄνδρες, βροτοί, Od.8.479, Il.1.266,272 : abs., ἐπιχθόνιοι earthly ones, men on earth (cf. χαμαί), opp. ἐπουράνιοι θεοί, 24.220, cf. Pi.O.6.50, B.4.15, etc.; so ἐ. γένος ἀνδρῶν Pi.Fr. 213.3 ; ἐ. δαίμονες who haunt the earth, Hes.Op.123. 2 in pl., natives of a country, D.P.459,1093. 3 terrestrial, opp. marine, ἑρπετόν Opp.H.2.425.
German (Pape)
[Seite 1004] auf der Erde, irdisch, ἄνθρωποι Od. 8, 479; ἄνδρες Il. 1, 266; ohne Zusatz, οἱ ἐπιχθόνιοι, die Irdischen, die Menschen, im Ggstz der ἐπουράνιοι θεοί. Bei Hes. O. 122 δαίμονες, die Schutzgeister der Menschen auf der Erde; Pind. oft von den Menschen; auch sp. D.; = αὐτόχθων, D. Per. 1093. – Bei Sp. auch 3 Endgn.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχθόνιος: -ον, καὶ βραδύτερον α, ον· (χθών): - Ἐπικ. ἐπίθ., ἐπὶ τῆς γῆς, γήϊνος, συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τῶν θνητῶν, ἄνθρωποι, ἄνδρες, βροτοὶ Ὀδ. Θ. 479, Ἰλ. Α. 266, 272· καὶ ἀπολ., ἐπιχθόνιοι, γήϊνοι, ἄνθρωποι ἐπίγειοι (πρβλ. χαμαί), ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐπουράνιοι θεοὶ Ω. 220· οὕτως, ἐπ. γένος ἀνθρώπων Πινδ. Ἀποσπ. 232. 3: ― ἐπ. δαίμονες, οἱ θαμίζοντες εἰς τὴν γῆν, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 122, Βακχυλ. 4. 15 κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ζῶν εἰς τὰ μεσόγαια μέρη, Διον. Περιηγ. 459, 1093.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
qui vit sur la terre ; οἱ ἐπιχθόνιοι IL les habitants de la terre, les hommes.
Étymologie: ἐπί, χθών.
English (Autenrieth)
(χθών): upon the earth, earthly, epith. of men, mortals, as opp. to gods; subst., dwellers upon earth, Il. 24.220, Od. 17.115.
English (Slater)
ἐπιχθόνιος
1 mortal ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (-ίων v. l.) fr. 213. 3. pro subs., περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον (O. 6.50) ὤπασε τέχναν πᾶσαν ἐπιχθονίων Γλαυκῶπις κρατεῖν (O. 7.51) σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν (O. 12.7) κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα (N. 10.62) Αἰακὸν βαρυσφαράγῳ πατρὶ κεδνότατον ἐπιχθονίων (I. 8.23)
Spanish
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιχθόνιος, -ον και -ος, -α, -ον)
επίγειος, αυτός που ζει πάνω στη γη (σε αντίθεση με τον ουράνιο) («κάρτιστοι δὴ κεῑνοι ἐπιχθονίων... ἀνδρῶν»)
αρχ.-μσν.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ἐπιχθόνιοι
οι άνθρωποι, οι θνητοί (σε αντιδιαστολή με τους θεούς)
αρχ.
1. εκείνος που ζει σε μεσογειακή περιοχή, μακριά από την παραλία
2. φρ. «ἐπιχθόνιοι δαίμονες» — θεοί που συχνάζουν στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χθόνιος (< χθων + κατάλ. -ιος)].
Greek Monotonic
ἐπιχθόνιος: -ον και μεταγεν. -α, -ον, αυτός που βρίσκεται πάνω στο έδαφος, επίγειος, γήινος, εγκόσμιος· ως επίθ., λέγεται για τους θνητούς, σε Όμηρ.· απόλ., ἐπιχθόνιοι, επίγειοι, γήινοι, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχθόνιος: обитающий на земле, земной (ἄνθρωποι, βροτοί Hom.; δαίμονες Hes.; ἄνδρες Pind.).
Middle Liddell
ἐπι-χθόνιος, ον
upon the earth, earthly, as epith. of mortals, Hom.; absol., ἐπιχθόνιοι earthly ones, men on earth, Il.