κυανάμπυξ

From LSJ
Revision as of 13:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠανάμπυξ Medium diacritics: κυανάμπυξ Low diacritics: κυανάμπυξ Capitals: ΚΥΑΝΑΜΠΥΞ
Transliteration A: kyanámpyx Transliteration B: kyanampyx Transliteration C: kyanampyks Beta Code: kuana/mpuc

English (LSJ)

ῠκος, ὁ, ἡ, A with dark ἄμπυξ, Θήβα Id.Fr.29.3; Δᾶλος Theoc.17.67; μίτρη Nonn.D.6.114.

German (Pape)

[Seite 1521] υκος, mit dunkelm Umkreise; Θήβα, Pind. frg. 5; Δῆλος, Theocr. 17, 67; μίτρα, Nonn. D. 6, 114.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνάμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, ἔχων κυανόχρουν ἄμπυκα, Θήβη Πινδ. Ἀποσπ. 5. 3· Δῆλος Θεόκρ. 17. 67· μίτρα Νόνν. Δ. 6. 114.

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ, ἡ)
à la circonférence d’un bleu sombre.
Étymologie: κύανος, ἄμπυξ.

English (Slater)

κῠᾰνάμπυξ
   1 with dark-blue headband τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3.

Greek Monolingual

κυανάμπυξ, -υκος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κυανό διάδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἄμπυξ «διάδημα»].

Greek Monotonic

κυᾰνάμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, αυτός με την μελανόχρωμη άκρη, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰνάμπυξ: ῠκος adj. κυανός II] окруженный темно-синим кольцом (Θήβα Pind.; Δᾶλος Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανάμπυξ -υκος [κύανος, ἄμπυξ] als adj., met donkere diadeem.

Middle Liddell

κυᾰν-άμπυξ, ῠκος, ὁ, ἡ,
with dark edge, Theocr.