μήνη
English (LSJ)
ἡ, A moon, Il.19.374, Emp.42.3, A.Pr.797, E.Fr.1009: rare in Prose, Pythag. ap. Iamb.Protr.21.ιζ'; as a goddess, h.Hom.32.1, Pi.O.3.20. II f.l. in Ar.Av.1115; cf. μείς 1.3 b. III Alch., silver, Ps.-Democr.p.48 B.
German (Pape)
[Seite 174] ἡ, der Mond; σέλας ἠΰτε μήνης, Il. 19, 374. 23, 455; Pind. Ol. 3, 21, personificirt; ἡ νυκτερὸς μήνη, Aesch. Prom. 799; Hermesian. bei Ath. XIII, 597 v. 15. – Bei Ar. Av. 1115 = μηνίσκος 2).
Greek (Liddell-Scott)
μήνη: ἡ, σελήνη, Ἰλ. Τ. 374, Αἰσχύλ. Πρ. 797, Εὐρ. Ἀποσπ. 997· ὡσαύτως ὡς θεά, Ὁμ. Ὕμν. 32, Πινδ. Ο. 3. 36. ΙΙ. = μηνίσκος ΙΙ, 1, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1115. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. μήν).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
la lune.
Étymologie: R. Ma, mesurer ; cf. μήν².
English (Autenrieth)
moon, Il. 23.455 and Il. 19.374.
Greek Monolingual
η (Α μήνη και μάνη)
η σελήνη, ιδίως κατά τη διάρκεια τών πρώτων ή τών τελευταίων ημερών της φάσης της, καθώς και το γεωμετρικό δρεπανοειδές σχήμα που παίρνει αυτή κατά τη διάρκεια αυτών τών ημερών, αλλ. μηνίσκος («τοῦ δ' ἀπάνευθε σέλας γένετ' ἠύτε μήνης», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. κυκλική λευκή ή και άλλου σχήματος ή χρώματος βούλλα στο μέτωπο τών αλόγων
2. στρατιωτικό οχύρωμα που έχει μηνοειδές σχήμα
3. ιατρ. σχηματισμός που στο μικροσκόπιο έχει την εμφάνιση ημισελήνου και παρατηρείται στους νεφρούς σε διάφορες περιπτώσεις μορφών νεφρίτιδας
αρχ.
1. ως κύριο όν. Μήνη
προσωνυμία θεάς
2. (στην αλχημεία) άργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας», κατά τα θηλ. σε -η.
Greek Monotonic
μήνη: ἡ (μήν), φεγγάρι, Σελήνη, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μήνη: дор. μήνα ἡ луна (ἡ νύκτερος μ. Aesch.; σέλας μήνης Hom.).