μονόφυλος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ον, A of one tribe, race, or kind, Opp.C.1.399.
German (Pape)
[Seite 206] aus einem Volksstamme, aus einer Gattung, unvermischt, Opp. Cyn. 1, 399, πολὺ φέρτατα πάντων φῦλα μένειν μονόφυλα.
Greek (Liddell-Scott)
μονόφῡλος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς φυλῆς ἢ γένους, ἄμικτος, Ὀππ. Κυν. 1. 399.
Greek Monolingual
μονόφυλος, -ον (Α)
αυτός που κατάγεται από ένα γένος, από μία φυλή, άμεικτος, φυλετικά καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερό-φυλος].