πάρισος

From LSJ
Revision as of 18:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρῐσος Medium diacritics: πάρισος Low diacritics: πάρισος Capitals: ΠΑΡΙΣΟΣ
Transliteration A: párisos Transliteration B: parisos Transliteration C: parisos Beta Code: pa/risos

English (LSJ)

ον, A almost equal, evenly balanced, ἀγών, κίνδυνος, Plb.2.10.2, 5.69.8 ; π. ταῖς δυνάμεσι Id.1.13.12 ; πέλαγος π. τῷ Ποντικῷ Str.11.7.1 ; ἴση ἢ π. γε (sc. ἡ εὐθεῖα) Id.2.1.28. II in Rhet., of the clauses of a sentence, exactly balanced and even, π. καὶ ὁμοιοτέλευτον Arist. Rh.1410b1, cf. Phld. Rh.2.258 S. ; ἰσόκωλα καὶ πάρισα D.S.12.53 ; ἀντίθετα καὶ π. καὶ ὁμοιόπτωτα Plu.2.350d ; οὔτε π. τὰ κῶλα ἀλλήλοις εἶναι οὔτε παρόμοια parallel in structure, D.H. Comp.22, cf. 23 ; ἵνα τὸ τελευταῖον κῶλον π. καὶ ἐφάμιλλον τοῖς πρὸ αὐτοῦ γένηται ib.9 ; π. σχῆμα Hermog. Meth.16.

German (Pape)

[Seite 523] fast gleich, Pol. 2, 10, 2 u. öfter, bes. τοῖς πολεμίοις, den Feinden gewachsen; Moeris erkl. es für hellenistisch, dem attischen ἀμφιδήριτος καὶ ἀγχώμαλος entsprechend; – adv. παρίσως, ungefähr; – τὰ πάρισα, in der Rhetorik, wenn mehrere Kola hinter einander gleiche Ausgänge, Endreime, gleiche Stellung der Wörter haben; καὶ ὁμοιοτέλευτον, Arist. rhet. 3, 9; καὶ ἰσόκωλα καὶ ὁμοιοτέλευτα, D. Sic. 12, 53; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάρῐσος: -ον, σχεδὸν ἴσος, ἀγών, κίνδυνος Πολύβ. 2. 10, 2, κτλ.· π. ταῖς δυνάμεσι ὁ αὐτ. 1. 13, 12. ΙΙ. ἐν τῇ Ρητορικῇ, δύο κῶλα ἀλλεπάλληλα συμφωνοῦντα κατὰ τὸν ῥυθμὸν πρὸς ἄλληλα καὶ ἔχοντα ἴσας ἢ σχεδὸν ἴσας συλλαβάς, πάρισον καὶ ὁμοιοτέλευτον Ἀριστ. Ρητορ. 3. 9, 9· ἰσόκωλα καὶ πάρισα Διόδ. 12. 53· πρβλ. παρίσωσις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 presque égal;
2 correspondant.
Étymologie: παρά, ἴσος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πάρισος, -ον, ΝΑ
1. σχεδόν ίσος, ισόρροποςπέλαγος πάρισον τῷ Ποντικῷ», Στράβ.)
2. (στην αρχαία ρητορική) ο ακριβώς ισοζυγισμένος σε μια πρόταση λόγος, αυτός που έχει ίσο αριθμό συλλαβών ή αντιστοιχία λέξεων με την προηγούμενη πρόταση («ἀντίθετα καὶ πάρισα καὶ ὁμοιόπτωτα», Πλούτ.)
αρχ.
παρόμοιος κατά την κατασκευήοὔτε πάρισα τὰ κῶλα ἀλλήλοις εἶναι παρόμοια», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἴσος.

Greek Monotonic

πάρῐσος: -ον, σχεδόν ίσος, σχεδόν ισοδύναμος, σε Πολύβ.· λέγεται για τις προτάσεις μιας περιόδου, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρ-ισος -ον bijna gelijk; ret. subst. n. gelijke lengte van zinsdelen. Aristot. Rh. 1410b1.

Russian (Dvoretsky)

πάρῐσος:
1) почти равный, приблизительно одинаковый (ταῖς δυνάμεσι Polyb.);
2) рит. одинаково построенный (π. καὶ ὁμοιοτέλευτος Arst.).

Middle Liddell

πάρ-ῐσος, ον,
almost equal, evenly balanced, Polyb.: of the clauses of a sentence, Arist.