συνευπορέω

From LSJ
Revision as of 10:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνευπορέω Medium diacritics: συνευπορέω Low diacritics: συνευπορέω Capitals: ΣΥΝΕΥΠΟΡΕΩ
Transliteration A: syneuporéō Transliteration B: syneuporeō Transliteration C: synefporeo Beta Code: suneupore/w

English (LSJ)

A contribute, c.acc., τριάκοντα μνᾶς ἐδεῖτό μου . . συνευπορῆσαι D.33.6: abs., σ. ἐκ τῶν ἰδίων πρὸς τὴν κοινὴν σωτηρίαν Lycurg. 139. 2 c. dat. pers. et gen. rei, contribute towards, σ. τινὶ προικός Is.11.37; σ. ἐκείνῳ χρημάτων, αὐτῷ ἀναλωμάτων, D.8.19, 59.72. 3 generally, assist, help, τινι Din.1.58; help in contriving, σ. ὅπως ἂν . . Plu.Lyc.15.

Greek (Liddell-Scott)

συνευπορέω: ἀπὸ κοινοῦ συνεισφέρω συμπαρέχω, συμπορίζω, μετ’ αἰτ., τριάκοντα μνᾶς ἐδεῖτό μου… συνευπορῆσαι Δημ. 894. 10· ἀπολ., σ. ἐκ τῶν ἰδίων πρὸς τὴν κοινὴν σωτηρίαν Λυκοῦργ. 167. 34. 2) μετὰ γεν. πράγμ., συνεργῶ ἢ βοηθῶ συνεισφέρων πρός τινα, σ. τινι προικὸς Ἰσαῖ. 87. 40· χρημάτων, ἀναλωμάτων Δημ. 94. 21., 1369. 18. 3) καθόλου, βοηθῶ, συνεργῶ, τινι, Δείναρχ. 97. 32. ― ἀπὸ κοινοῦ ἐπιχειρῶ, προσπαθῶ, συνευπ. ὅπως… Πλουτ. Λυκοῦργ. 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aider de ses propres ressources.
Étymologie: σύν, εὐπορέω.

Greek Monotonic

συνευπορέω: μέλ. -ήσω,
1. συνεισφέρω από κοινού, παρέχω, προμηθεύω, χορηγώ μαζί με άλλους, σε Δημ.
2. με γεν. πράγμ., βοηθώ με τη συνεισφορά μου, συνεργώ προσφέροντας σε κάποιον, συνεπικουρώ, στον ίδ.
3. βοηθώ, συμβάλλω, συντελώ στην επίτευξη ενός πράγματος, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ευπορέω mede voorzien in, helpen met, met gen..; ἀναλωμάτων (het dekken van) de uitgaven Apollod. [Dem.] 59.72; helpen manieren te bedenken om, met ὅπως -bijzin. Plut. Lyc. 15.8.

Russian (Dvoretsky)

συνευπορέω:
1) давать в виде пособия, уделять для помощи (τινί τι Dem. и τινί τινος Isae., Dem.);
2) оказывать помощь, помогать Plut.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to help to contribute, Dem.
2. c. gen. rei, to assist by contributing towards, Dem.
3. to help in contriving, Plut.