συρίγγιον
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
τό, Dim. of σῦριγξ, A little reed or pipe, Plu.2.456a, Artem.4.72: also σῡριγγ-ίδιον, Hero Spir.1.16. 2 hole in a wheel, Hsch. 3 small fistula or ulcer, Hp.Epid.6.8.27. 4 = σῦριγξ 1.4, Dsc.1.13. 5 groove, channel, Ath.Mech.14.10.
German (Pape)
[Seite 1040] τό, dim. von σῦριγξ, kleine Röhre, Sp. – Auch kleines hohles Geschwür, Fistel, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σῡρίγγιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σῦριγξ, μικρὸς κάλαμος, μικρὰ σῦριγξ, παρὰ Πλουτ. 2. 456Α, ἐπὶ μικρᾶς σύριγγος δι’ ἧς ὁρίζεται ἡ φωνή· ὡσαύτως συριγγίδιον, Ἥρων Πνευμ. 170Λ. 2) ἡ ἐν τῷ τροχῷ κεντρικὴ ὀπή, Ἡσύχ. 3) τὸ ἕλκος συρίγγιον, Λατ. fistula, Ἱππ. 1201D.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit roseau.
Étymologie: σῦριγξ.
Russian (Dvoretsky)
σῡρίγγιον: τό маленький тростник, дудочка Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῡρίγγιον -ου, τό [σῦριγξ] kleine fistel, pijpzweer.