τετράφυλος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ον, A divided into four tribes, Hdt.5.66, D.H.4.14.
German (Pape)
[Seite 1100] in vier Zünfte od. Tribus getheilt, Her. 5, 66.
Greek (Liddell-Scott)
τετράφῡλος: -ον, ὁ διῃρημένος εἰς τρεῖς φυλάς, Ἡρόδ. 5. 66, Διον. Ἁλ. 4. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
en quatre tribus.
Étymologie: τέτταρες, φυλή.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο διαιρεμένος σε τέσσερεις φυλές, ο αποτελούμενος από τέσσερεις φυλές (α. «τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησεν», Ηρόδ.
β. «τετράφυλον ἐποίησε τὴν πόλιν εἶναι, τρίφυλον οὖσαν τέως», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -φυλος (< φῦλον / φυλή), πρβλ. δεκά-φυλος].
Greek Monotonic
τετράφῡλος: -ον (φυλή), αυτός που έχει διαιρεθεί σε τέσσερις φυλές, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
τετράφῡλος: (ᾰ) разделенный (первоначально) на четыре филы (Ἀθηναῖοι Her.).