ἀνέγγυος
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
English (LSJ)
ον, A not vouched for, not accredited, ὤρη ἀ., of uncertain weather, Anacr.113; of an illegitimate child, νόθος καὶ ἀ. Pl.R.461b; γάμοι unhallowed, E.ap.Phot.p.128R.; of a woman, unbetrothed, unwedded, Plu.Caes.14, Comp.Thes.Rom.6, D.C.59.12, etc.; ἀ. ποιεῖν τὰς μίξεις D.H.2.24.
German (Pape)
[Seite 219] unverbürgt; ἡ, die nicht feierlich Verlobte, Plut. Caes. 14; καὶ ἀνέκδοτος mul. virt. p. 306; vgl. D. Hal. 2, 24. Von Kindern: aus einer nicht feierlich geschlossenen Ehe (ἀνέγγυος γάμος Poll.) gezeugt, unehelich, παῖς ἀν. καὶ νόθος Plat. Rep. V, 461 b; ἀνέγγυος καὶ σκότιος Plut. Thes. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέγγυος: -ον, ὁ ἄνευ ἐχεγγύου, περὶ οὗ οὐδεὶς ἔδωκεν ἐγγύησιν, ἀβέβαιος, ὥρη ἀνέγγυος, ἐπὶ ἀβεβαίου ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Ἀνακρ. 114· ἐπὶ παρανόμου τέκνου· νόθος καὶ ἀνέγγ. Πλάτ. Πολ. 461 Β: ἐπὶ γυναικὸς μὴ μνηστευθείσης, ἀγάμου, Πλουτ. Καῖσ. 14, Δίων Κ. 59. 12, κτλ.· οὕτως, ἀν. ποιεῑν τὰς μίξεις Διον. Ἁλ. 2. 24: πρβλ. ὑπέγγυος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans caution, sans garantie, d’où
1 illégitime (enfant);
2 non fiancée (jeune fille, femme).
Étymologie: ἀ, ἔγγυος.
Spanish (DGE)
-ον
I que no ofrece garantías o seguridad ὥρη γάρ σε πέδησεν ἀνέγγυος Anacr.193.3, ἀνέγγυοι γάμοι bodas en las que no se ha ofrecido dote E.Fr.2 incertae sedis M.
II 1ilegítimo ἀνέγγυον ... παῖδα Pl.R.461b
•fuera del matrimonio ἀνεγγύους ἐποίησαν ... τὰς ... μίξεις D.H.2.24, cf. Plu.2.249d.
2 de una mujer sin desposar ἀνέγγυοι θυγατέρες Plu.Rom.35, cf. Caes.14, D.C.59.12.1, Nonn.D.6.106.
Greek Monolingual
ἀνέγγυος, -ον (Α)
1. ο μη εξασφαλισμένος με εγγύηση, ανεγγύητος, αβέβαιος
2. αφερέγγυος
3. (για παιδί) μη νόμιμο, νόθο
4. (για γυναίκα) μη μνηστευμένη, ανύπαντρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εγγύη «εγγύηση»].
Greek Monotonic
ἀνέγγυος: -ον (ἐγγύη), αυτός που δεν έχει εγγύηση, σε Πλάτ.· λέγεται για γυναίκα, άγαμος, ανύπανδρη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέγγυος:
1) недостоверный, неясный (ὥρη Anacr.);
2) внебрачный, незаконнорожденный (παῖς Plat.);
3) не состоящая в законном браке, необрученная (γυνή Plut.).
Middle Liddell
ἐγγύη
not accredited, Plat.; of a woman, unwedded, Plut.