ῥυσιάζω

From LSJ
Revision as of 15:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡσῐάζω Medium diacritics: ῥυσιάζω Low diacritics: ρυσιάζω Capitals: ΡΥΣΙΑΖΩ
Transliteration A: rhysiázō Transliteration B: rhysiazō Transliteration C: rysiazo Beta Code: r(usia/zw

English (LSJ)

Dor. ῥῡτιάζω IG42(1).77.11,al. (Epid., ii B.C.):—A treat as a ῥύσιον, seize, distrain upon, οὐ ῥυσιάζω, τἀμὰ δ' εὑρίσκω φίλα E.Ion 523, cf. SIG629.20 (Delph., ii B.C.), al., Ph.1.638; of plundering a city as reprisal for stolen property, τὴν πόλιν D.S.8.7:—Pass., to be so treated, A.Supp.424 (lyr.), E.Ion1406, IGl.c.; τί ῥυσιασθείς; robbed of what? cj. in E.Heracl.163; of debtors at Rome, Plu.Cor.5: metaph., ψευδόδειπνα . . μαργώσης γνάθου ἐρρυσιάσθη cj. in A.Fr. 258.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡσῐάζω: μέλλ. -άσω, (ῥύσιον) ἁρπάζω ὡς λάφυρον, μετὰ βίας σύρω, ψευδόδειπνα... μαργώσης γνάθου ἐρρυσίαζον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 251, Εὐρ. Ἴων 523, Φίλων 1. 638. - Παθητ., βιαίως σύρομαι, ἁρπάζομαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 424, Εὐρ. Ἴων 1406· ἀγομένους... καὶ ῥυσιαζομένους Πλουτ. Κοριολ. 5. 2) διαρπάζω, τὴν πόλιν Διοδ. Ἐκλογ. 548. 59. 3) ῥυσιάζεσθαι = ἐνεχυριάζειν Φώτ. ἐν λ. ῥύσια.

French (Bailly abrégé)

1 enlever de force, arracher;
2 prendre et retenir en gage ; Pass. être pris comme gage.
Étymologie: ῥύσιον.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ῥυτιάζω Α ῥύσιον / ῥύτιον]
1. σύρω κάτι με τη βία, αρπάζω κάτι ως λάφυρο, αποσπώ
2. διαρπάζω («ῥυσιάζειν τὴν πόλιν», Διόδ. Σικ.)
3. παθ. ῥυσιάζομαι
(στη Ρώμη σχετικά με τους οφειλέτες) σύρομαι με τη βία
4. (το απαρμφ. μέσ. ενεστ.) ῥυσιάζεσθαι
(κατά τον Φώτ.) «ἐνεχυριάζειν».

Greek Monotonic

ῥῡσῐάζω: μέλ. -άσω (ῥύσιον), αρπάζω ως λάφυρο, σύρω με βία, αποσπώ, σε Ευρ. — Παθ., σέρνομαι βιαίως μακριά, αρπάζομαι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῡσιάζω:
1) захватывать силой, похищать Aesch., Eur.;
2) грабить (τὴν πόλιν Diod.);
3) захватывать в качестве залога Plut.

Middle Liddell

ῥῡσῐάζω, fut. -άσω ῥύσιον
to seize as a pledge, to drag away, Eur.:—Pass. to be so dragged away, Eur.