Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βωμολοχία

From LSJ
Revision as of 11:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωμολοχία Medium diacritics: βωμολοχία Low diacritics: βωμολοχία Capitals: ΒΩΜΟΛΟΧΙΑ
Transliteration A: bōmolochía Transliteration B: bōmolochia Transliteration C: vomolochia Beta Code: bwmoloxi/a

English (LSJ)

ἡ, A mendicancy, Poll. 3.111. 2 coarse jesting, buffoonery, ribaldry. Pl.R.606c, Arist. EN1108a24, Plu.Lyc.12, etc.

German (Pape)

[Seite 469] ἡ, Bettelei, Poll. 3, 111; Possenreißerei, Speichelleckerei, Plat. Rep. X, 606 c; εἰρωνεία entgegengesetzt Arist. Rhet. 3, 18; Plut. Lyc. 12.

Greek (Liddell-Scott)

βωμολοχία: ἡ, ἐπαιτεία, Πολυδ. Γ΄, 111. 2) χαμερπὴς κολακεία, ἄγροικος ἀστειότης, φλυαρία, ἀπρεπὴς καὶ ἀνόητος ὁμιλία, Πλάτ. Πολ. 606C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13, κτλ.· πρβλ. βωμολόχος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
moquerie bouffonne, mauvaise plaisanterie.
Étymologie: βωμολόχος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 bufonería, burla, δόξα βωμολοχίας Pl.R.606c, ἐν παιδιᾷ ... ἡ δὲ ὑπερβολὴ β. en el juego el exceso es bufonería Arist.EN 1108a24, cf. Rh.1419b8, Theopomp.Hist.81, σκώπτειν ἄνευ βωμολοχίας Plu.Lyc.12, 2.707f, Demetr.11, Phld.Hom.20.11, I.Ap.2.3, θόρυβος καὶ β. D.Chr.32.4, cf. 33.10, λοιδορία καὶ β. τῆς πρὸς τοὺς ἰατροὺς Gal.Subf.Emp.11, κωμικὴ β. Eun.VS 496.
2 mendicidad Poll.3.111.

Greek Monolingual

η (Α βωμολοχία) βωμόλόχος
1. άσεμνο αστείο, αισχρολογία
2. χυδαία βρισιά
αρχ.
το να παραμονεύει κανείς στον βωμό για να κλέψει ή να ζητιανέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας.

Greek Monotonic

βωμολοχία: ἡ, χαμερπής κολακεία, απρεπής αστεϊσμός, πρόστυχη ομιλία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

βωμολοχία:скоморошество, шутовство, кривляние Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell

[from βωμολόχος
buffoonery, ribaldry, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωμολοχία -ας, ἡ βωμολόχος lolbroekerij.