κατακάμπτω

From LSJ
Revision as of 12:48, 17 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακάμπτω Medium diacritics: κατακάμπτω Low diacritics: κατακάμπτω Capitals: ΚΑΤΑΚΑΜΠΤΩ
Transliteration A: katakámptō Transliteration B: katakamptō Transliteration C: katakampto Beta Code: kataka/mptw

English (LSJ)

A bend down, so as to be concave, ἐξ ὀρθοῦ κατακάμπτω Pl.Ti. 71c; εἰς ἓν κύκλῳ ib.36b; κατακάμπτω τὰς στροφάς, v. στροφή 1.3:—Pass., opp. ἀνακάμπτομαι, Arist.Mete.386a1; φλὲψ ἐπὶ τὴν ῥάχιν κατακαμπτομένη Gal.15.530: pf. part. Pass. κατακεκαμμένος = bending over, cj. in Thphr.HP3.18.8. II cover with a vault, λίθῳ κατακαμφθέντες Str.5.3.8. III metaph., κατακάμπτω ἐλπίδας bend down, overthrow hopes, E.Tr.1252 (Burges, -γναψε codd., anap.):—Pass., κατακάμπτομαι = to be bent (by entreaty), Aeschin.1.187.

German (Pape)

[Seite 1351] nieder-, umbiegen; χειμῶνος ὄντος κατακάμπτειν τὰς στροφὰς οὐ ῥᾴδιον Ar. Th. 68; εἰς κύκλον Plat. Tim. 36 b; ἐξ ὀρθοῦ 71 b; übertr., ὅταν πρὸς τὰς αἰσχύνας κατακάμπτωνται, sich zur Schaam bewegen lassen, Aesch. 1, 187.

Greek (Liddell-Scott)

κατακάμπτω: κάμπτω πρὸς τὰ κάτω ὥστε να σχηματίσω κοίλωμα πρὸς τὰ κάτω, ἀντίθετον τῷ ἐξ ὀρθοῦ, Πλάτ. Τίμ. 71C· εἰς κύκλον αὐτόθι 36Β· κ. τὰς στροφάς, ἴδε ἐν λ. στροφὴ Ι. 3. - Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνακάμπτομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. - βλαστοὶ κατακεκαμμένοι, ἀντίθ. ὀρθοί, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 8. ΙΙ. καλύπτω διὰ θόλου, ὑπόνομοι συνόμῳ λίθῳ κατακαμφθέντες Στράβ. 235. ΙΙΙ. μεταφ., κ. ἐλπίδας, κάμπτω, καταστρέφω, ἀνατρέπω, ἐξαφανίζω ἐλπίδας, Εὐρ. Τρῳ. 1252 (κ. ἀλλ. κατέκναψε ἢ -γναψε). - Παθ., κάμπτομαι (διὰ δεήσεως), συγκινοῦμαι, Αἰσχίν. 26, 33.

French (Bailly abrégé)

courber, plier, infléchir ; Pass. se laisser fléchir.
Étymologie: κατά, κάμπτω.

Greek Monolingual

κατακάμπτω (Α)
1. κάμπτω προς τα κάτω ώστε να σχηματιστεί κοίλωμα
2. καλύπτω με θόλο
3. ανατρέπω τις ελπίδες
4. παθ. κατακάμπτομαι
συγκινούμαι, κάμπτομαι με δέηση.

Greek Monotonic

κατακάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω προς τα κάτω, ώστε να σχηματίζω κοίλωμα, σε Πλάτ.· μεταφ., κ. ἐλπίδας, τις καταστρέφω, τις ανατρέπω, τις εξαφανίζω τις ελπίδες, σε Ευρ. — Παθ., κάμπτομαι, λυγίζω (μέσω ικεσίας), σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

κατακάμπτω:
1) выгибать, сгибать (τι Plat.): κ. εἰς κύκλον Plat. сгибать в виде круга;
2) перен. ворочать, ирон. сочинять (τὰς στροφάς Arph.);
3) отворачивать в сторону, т. е. отбрасывать прочь (ἐλπίδας Eur.);
4) склонять, побуждать (κατακάμπτεσθαι πρὸς τὰς αἰσχύνας Aeschin.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κάμπτω ombuigen; overdr.: κατακάμπτειν τὰς στροφάς de strofen van een lied rond krijgen Aristoph. Th. 68.

Middle Liddell

fut. ψω
to bend down, so as to be concave, Plat.:—metaph., μ. ἐλπίδας to bend down, overthrow hopes, Eur.:—Pass. to be bent (by intreaty), Aeschin.