κριβανίτης

From LSJ
Revision as of 02:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑβᾰνίτης Medium diacritics: κριβανίτης Low diacritics: κριβανίτης Capitals: ΚΡΙΒΑΝΙΤΗΣ
Transliteration A: kribanítēs Transliteration B: kribanitēs Transliteration C: krivanitis Beta Code: kribani/ths

English (LSJ)

[νῑ], ου, ὁ, baked in a pan (κρίβανος), of bread, Ar.Fr.125, Epich.52, Amips.5, Sophr.27 (also κλ- Id.28), Gal.6.489, etc.; ὁ κ. (sc. ἄρτος) loaf so baked, Ar.Ach.1123: hence, comicallv, βοῦς κ. ib.87.

German (Pape)

[Seite 1508] in einem κρίβανος gebacken; Ar. Ach. 1088; βοῦς 87; frg. bei Ath. III, 109 f; Epicharm. ib. 110 b.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑβᾰνίτης: -ου, ὁ, ὠπτημένος ἐν κριβάνῳ, ἐπὶ ἄρτου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 178, καὶ (ἐν τῷ τύπῳ κλιβ-) Σώφρων 56 Ahr., Ἀμειψ. ἐν «Ἀποκοτταβίζουσι» 5· ὁ κρ. (δηλ. ἄρτος), ἄρτος οὕτως ὠπτημένος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1123· ἐντεῦθεν κωμικῶς, βοῦς κρ. αὐτόθι 87· πρβλ. κριβανωτός.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
cuit au four de campagne ; ὁ κριβανίτης (ἄρτος) pain cuit au four de campagne.
Étymologie: κρίβανος.

Greek Monolingual

κριβανίτης, ὁ (Α)
βλ. κλιβανίτης.

Greek Monotonic

κρῑβᾰνίτης: ὁ, ψημένος σε ρηχή κατσαρόλα (τηγάνι), ὁ κρ. (ενν. ἄρτος), ψωμί ψημένο με αυτό τον τρόπο, σε Αριστοφ.· απ' όπου, κωμικά, βοῦς κρ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κρῑβᾰνίτης: ου (νῑ) adj. m испеченный в духовой печи (βοῦς Arph.).
ου ὁ (sc. ἄρτος) испеченный в духовой печи хлеб Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κριβανίτης -ου [κρίβανος] adj., in een kribanos gebakken; subst. οἱ κριβανῖται pannenbroden (uit de kribanos).

Middle Liddell

κρῑ¯βᾰνίτης, ου,
baked in a pan (κρίβανοσ), ὁ κρ. (sc. ἄρτοσ), a loaf so baked, Ar.; hence, comically, βοῦς κρ. Ar.