παραπολαύω

From LSJ
Revision as of 17:25, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπολαύω Medium diacritics: παραπολαύω Low diacritics: παραπολαύω Capitals: ΠΑΡΑΠΟΛΑΥΩ
Transliteration A: parapolaúō Transliteration B: parapolauō Transliteration C: parapolayo Beta Code: parapolau/w

English (LSJ)

A share the fruits of, τῆς τιμωρίας Ph.2.15; τῆς ἐνίων κακοβουλίας J.BJ2.16.4; τῆς τινων μωρίας Luc. Alex.45; παραπολαύειν ἐστὶ τῆς τοῦ εἴδους ὑποστάσεως τὴν ἔκπτωσιν Dam.Pr.7.

German (Pape)

[Seite 495] (s. ἀπολαύω), daneben, beiläufig Nutzen od. Schaden haben von Etwas, τινός; Nic. arith. 1; παραπολαῦσαι τῆς μωρίας, Luc. Alex. 45; auch a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰπολαύω: ἀπολαύω πρὸς τούτοις ἢ μετά τινος, συναπολαύωἁπλῶς ἀπολαύω, τινὸς Λουκ. Ἀλέξ. 45· κακόν τι παρ. τινὸς Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

retirer, en passant, un profit ou un désavantage de, gén..
Étymologie: παρά, ἀπολαύω.

Greek Monolingual

ΜΑ
απολαύω κάτι μαζί με κάτι άλλο ή με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀπολαύω «απολαμβάνω»].

Greek Monotonic

παρᾰπολαύω: απολαμβάνω επιπλέον ή παράπλευρα προνόμια, τινός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

παραπολαύω: нести последствия, быть жертвой (τῆς μωρίας τινός Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-απολαύω delen in het plezier van, met gen.

Middle Liddell


to have the benefit of besides, τινός Luc.