προβατεία

From LSJ
Revision as of 08:47, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτεία Medium diacritics: προβατεία Low diacritics: προβατεία Capitals: ΠΡΟΒΑΤΕΙΑ
Transliteration A: probateía Transliteration B: probateia Transliteration C: provateia Beta Code: probatei/a

English (LSJ)

ἡ, A keeping of sheep, SIG1165.4 (Dodona), J.AJ1.2.2, AB294: pl., Plu.Sol.23, Publ.11. II property in cattle, flock of sheep, Str.12.3.13, Ael.NA4.32 (pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 710] ἡ, das Viehhalten, Plut. Sol. 33, neben κτηνοτροφία, Popl. 11; vgl. Poll. 7, 184; Besitz von Vieh, bes. Schafheerden, dem hom. πρόβασις entsprechend, Strab. 12, 3, 13; Ael. H. A. 4, 32.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de garder des brebis, profession de berger;
2 fortune consistant en troupeaux, en bétail.
Étymologie: προβατεύω.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτεία: ἡ, (προβατεύω) τὸ φυλάττειν πρόβατα καὶ ἐπιμελεῖσθαι αὐτῶν, ὁ βίος τοῦ ποιμένος, τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ, Πλουτ. Σόλων 23, Ποπλικ. 11, Α. Β. 294. ΙΙ. περιουσία εἰς πρόβατα συνισταμένη ἢ βοσκήματα, ποίμνιον προβάτων, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν πρόσβασις, Στράβ. 546, Αἰλ. π. Ζ. 4. 32, κτλ.

Greek Monolingual

ἡ, Α προβατεύω
1. η φύλαξη και η φροντίδα προβάτων
2. συνεκδ. ο βίος και το επάγγελμα του ποιμένα («Αίγικορεῑς δὲ τοὺς ἐπὶ νομαῑς καὶ προβατείαις διατρίβοντας», Πλούτ.)
3. περιουσία σε πρόβατα ή ποίμνιο προβάτων, πρόβασις.

Greek Monotonic

προβᾰτεία: ἡ (προβατεύω),
I. κατάσταση φύλαξης προβάτων, η ζωή του βοσκού, σε Πλούτ.
II. περιουσία σε βοοειδή, κοπάδι με πρόβατα, όπως το ομηρ. πρόβασις, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

προβᾰτεία: ἡ Plut. = προβατευτική.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβατεία -ας, ἡ [προβατεύω] schapenteelt, het schapen houden.

Middle Liddell

προβᾰτεία, ἡ, προβατεύω
I. a keeping of sheep, a shepherd's life, Plut.
II. property in cattle, a flock of sheep, like the Homeric πρόβασις, Strab.